Γιώργου Ιωάννου, «Ο φύκος»

Μολονότι είχα δημοσιεύσει ότι δε θα γιορτάσω, κάποιος φίλος θεώρησε καλό να μου στείλει πρόπερσι τη μέρα της γιορτής μου έναν φύκο. Αντιπαθώ τις γιορτές και τα δώρα γι’ αυτό δέχτηκα όχι χωρίς κάποια στεναχώρια για τη γλάστρα. Αργότερα όμως κοιτάζοντας με προσοχή το φυτό πήρα να ξεχνιέμαι και να σιγοαλλάζω διάθεση. Ήταν ένα είδος φύκου καλύτερο, οπωσδήποτε, απ’ τα συνηθισμένα… Με φύλλα πιο πλατιά, πιο νευρώδη και πιο σκούρα, με κορμό ίσιο και δυνατό και γενικά με γραμμές υποβλητικά ευχάριστες. Πήρα το σοβαρό φυτό και χωρίς δισταγμό, αντί να το βάλω στη βεράντα μαζί με τ’ άλλα, το πήγα στο δωμάτιό μου. Όταν γύρισα τις πρωινές ώρες, είχα φυσικά ξεχάσει το φυτό, μετά από τόσα και τόσα που είχαν μεσολαβήσει, μα κατά το απόγευμα μόλις κάθισα στο τραπεζάκι μου να συγκεντρωθώ κι έπεσαν τα μάτια μου στον ατάραχο φύκο, μια δύναμη, καρτερικότητα μάλλον, ένιωσα να εκπορεύεται αποκεί και να με γαληνεύει. Σηκώθηκα, τον πότισα λίγο, καθάρισα μ’ ένα πανί μαλακό τα φύλλα και το τσουτσουνάκι του κι ύστερα στρέφοντας απάνω του το φως τον εξέτασα παντού με τον μεγεθυντικό φακό μου, που τον έχω για να βλέπω και να ξαναβλέπω λεπτομερειακά αγαπημένες φωτογραφίες. Ήταν άψογος, χωρίς ίχνος αρρώστιας ή τραυματισμού πουθενά. Θαρρείς και είχε φυτρώσει μεμιάς εκείνη τη στιγμή. Ικανοποιήθηκα. Όμως αμέσως σχεδόν μελαγχόλησα, όταν σκέφτηκα πως ήταν κι αυτός ένα φυτό του ανθοπωλείου, ψεύτικο σχεδόν, που αναπτύχθηκε έτσι με διάφορες ουσίες χημικές και τώρα που θα τις έχανε, θα έπαιρνε κι αυτό, όπως συνήθως, να χαλάει. Πάντως, εγώ εξακουλούθησα και τις  επόμενες μέρες να το λιγοποτίζω και να το γυαλίζω, όχι χωρίς ανησυχία σοβαρή. Όταν όμως είδα ένα πρωί σκισμένη και πεσμένη τη φλούδα απ’ την πιπεριά του και μισοξετυλιγμένο ένα ωραιότατο λαδοπράσινο φύλλο, ησύχασα απολύτως κι άρχισα πλέον να κάνω μακροχρόνια σχέδια για το μέλλον. Στο μεταξύ η άνοιξη προχωρούσε ραγδαία κι αυτός, κάθε βδομάδα σχεδόν, πετούσε κι από ένα νέο φύλλο, ολοένα πιο μεγάλο και πιο γυαλιστερό. Ξεθάρρεψα. Τον έβγαλα στο μπαλκόνι να τον δει λίγο η ήλιος και να μη γίνει σαν το αφεντικό του ανήλιαγος κι αυτός. Δεν πρόσεξα όμως, κι ένα βράδυ που φύσηξε Βαρδάρης, η γαζία γέρνοντας του καταξέσκισε δυο τρία απ’ τα ωραιότερα φύλλα του. Ανέκαθεν αντιπαθούσα τις γαζίες για την πρόστυχη ομορφιά τους, που όμως όπως είναι φυσικό έχει βρει τόση ανταπόκριση. Τις φοβόμουν μάλιστα και λίγο, από τότε που μικρόν μου είχαν πει πως στα λουλούδια τους μαζεύονται μικρόβια της φθίσης. Τη φορά όμως αυτή έγινα έξω φρενών. Αν ήταν αποκλειστικά δική μου, θα την έδινα αμέσως σε κείνους που από καιρό επίμονα μας τη ζητούσαν για να τη φυτέψουνε στο οικόπεδό τους σε κάτι κατσάβραχα. Μια όμως και δεν ήταν στο χέρι μου αυτό, περιορίστηκα να περιμαζέψω το φύκο αμέσως στο δωμάτιό μου. Για τα φύλλα του γιατρειά δεν υπήρχε· είτε τ’ άφηνα έτσι είτε τα ’κοβα, τα τραύματα και τα σημάδια θα έμεναν σ’ όλη του τη ζωή. Σαν άνθρωπος είναι κι αυτό, συλλογίστηκα, κι αμέσως τον συμπάθησα ακόμα πιο πολύ. Από τότε τον κράτησα για πάντα απέναντί μου μέσα στο δωμάτιο. Το χειμώνα σταματάει κι απ’ την άνοιξη ώς το φθινόπωρο αραδιάζει με κανονικό ρυθμό κλιμακωτά τα φύλλα του. Ταιριάζουμε σε πολλά. Ούτε ήλιο ούτε αέρα πολύ θέλει και δεν τον πειράζει διόλου το ηλεκτρικό φως, που μέρα νύχτα καίει στο ντουμανιασμένο απ’ τα τσιγάρα δωμάτιό μου, όπου ψοφούν αράδα τα ωδικά πουλιά. Στέκεται εκεί απέναντί μου αλύγιστος, ατάραχος, βαθύτατα σιωπηλός. Σα να πνίγει, να απορροφά, τη βαβούρα της ανεκδιήγητης πολυκατοικίας όπου είμαι καταδικασμένος να ζω. Ούτε λουλούδια ούτε παρακλάδια πετά. Μια αδιάπτωτη εσωτερική ζωή τού χαρίζει την ομορφιά του. Κάποιος που ξέρει απ’ αυτά μου είπε πως είναι αρσενικός ο φύκος μου και λέγοντας αρσενικός εννοούσε, βέβαια στείρος. Καλύτερα έτσι. Αν ήταν θηλυκός, θα ήταν σίγουρα πιο άσχημος μ’ όλα εκείνα τα παρακλάδια και τις περιφέρειες.

Στο μεταξύ ολοένα ρίχνει μπόι. Και να θέλω, δεν μπορώ πια να τον βγάλω στη βεράντα. Άλλωστε, αν τον πιάσει τώρα Βαρδάρης, θα τον ρίξει οπωσδήποτε κάτω και θα πάθει ό,τι και οι μυθικοί γίγαντες. Αλλά και μέσα στο δωμάτιο συνεχώς να μείνει, το πολύ πολύ ένα καλοκαίρι ακόμα να ζήσει. Με το ρυθμό που μεγαλώνει γρήγορα θα φτάσει στο ταβάνι και τότε πλέον δεν τον σώζει τίποτε. Το ταβάνι πάντως δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Αυτός θ’ αρχίσει να λυγάει, θ’ ασκημαίνει σιγά σιγά, και για να μην πέσει απάνω μου καμιά μέρα, πρέπει να τον κόψω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Δε θα ’ναι, βέβαια, η πρώτη φορά, που θα κάνω μια τέτοια πράξη, επειδή δεν έχω τα μέσα ή τη δύναμη να κρατήσω κοντά μου πράγματα και πρόσωπα που αγαπώ. Κατά βάθος όμως δεν τον λυπάμαι. Αυτός τουλάχιστο έδειξε το μπόι του και πηγαίνει τώρα παλικαρίσια. Εγώ όμως να δούμε πώς θα πάω, που ολοένα ζαρώνω και ζουφώνω, ελπίζοντας κατά βάθος πως επί των ημερών μου, και εγκαίρως μάλιστα, θ’ αλλάξουν οι νόμοι της φύσεως ή οι χαρακτήρες των ανθρώπων. Ασφαλώς θα πάω πολύ χειρότερα — ούτε καν από φιλικό χέρι.

[πηγή: Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, Κέδρος, Αθήνα 121988, σ. 87-89]

εικόνα