Μίλαν Κούντερα, «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (απόσπασμα)[...] Ο νεαρός την κοιτάει στα μάτια, την ακούει, κι έπειτα της λέει πως αυτό που αποκαλεί αναμνήσεις στην πραγματικότητα είναι κάτι άλλο: κοιτάει μόνο ασάλευτη τη λήθη της. Η Ταμίνα συγκατανεύει κουνώντας το κεφάλι. Και ο νεαρός συνεχίζει: Αυτό το θλιμμένο βλέμμα προς τα πίσω δεν είναι πια έκφραση πίστης προς το νεκρό. Ο νεκρός χάθηκε από το βλέμμα της κι αυτή κοιτάει στο κενό. Στο κενό; Από τί λοιπόν είναι το βλέμμα της τόσο βαρύ; Δεν είναι βαρύ απ’ τις αναμνήσεις, της εξηγεί ο νεαρός, παρά από τις τύψεις. Η Ταμίνα ποτέ δεν θα συχωρήσει τον εαυτό της που ξέχασε. «Και τί πρέπει να κάνω»; ρωτάει η Ταμίνα. «Να ξεχάσεις τη λήθη σου», λέει ο νεαρός. «Με ποιο τρόπο»; χαμογελάει πικρά η Ταμίνα. «Δεν ποθήσατε ποτέ να φύγετε»; «Ποθούσα», παραδέχεται η Ταμίνα. «Ποθούσα τρομερά να φύγω. Αλλά για πού»; «Κάπου που τα πράγματα είναι ελαφριά σαν αύρα. Εκεί όπου τα πράγματα έχασαν το βάρος τους. Εκεί όπου δεν υπάρχουν τύψεις». [πηγή: Μίλαν Κούντερα, Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης, μτφ. Α. Τσάκαλης, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1981, σ. 163-164] |