Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη, «Ο παίκτης» (απόσπασμα)

Νά κιόλας ένας χρόνος κι’ οχτώ μήνες που έχω να κυττάξω αυτά μου τα σημειώματα, και μόνο τώρα, που έχω πλήξη και λύπη, συλλογίστηκα να διασκεδάσω λιγάκι και τα ξαναδιάβασα στην τύχη. Λοιπόν έμεινα τότε σ’ αυτή την απόφαση να πάω στο Άμπουργκ. Θε μου! με τί αλαφριά καρδιά έγραψα τότε αυτές τις τελευταίες γραμμές! Δηλαδή όχι μ’ αλαφριά καρδιά — αλλά με τί αυτοπεποίθηση, με τί ακλόνητες ελπίδες! Τάχα είχα καμμιά αμφιβολία για τον εαυτό μου; Και νά, πέρασε παραπάνω από ενάμισης χρόνος κι’ εγώ θαρρώ πως είμαι χειρότερος κι’ από ζητιάνο! Να τηνε βράσω τη ζητιανιά! Εγώ κατάστρεψα ο ίδιος τον εαυτό μου! Άλλως τε δεν έχω να συγκριθώ με κανένα, κ’ είναι δα περιττό να ηθικολογώ! Δεν υπάρχει πιο κουτό πράμα από τις ηθικολογίες σε τέτοιες στιγμές. Ω, αυτάρεσκοι άνθρωποι: με τί περήφανη κομπορρημοσύνη είναι έτοιμοι αυτοί οι φαφλατάδες ν’ απαγγέλουνε τ’ αποφθέγματά τους! Αν ξέρανε μονάχα σε ποιο βαθμό νιώθω ο ίδιος όλη τη συχαμερή τωρινή μου κατάσταση, τότε βέβαια δε θα τολμούσε η γλώσσα τους να με διδάξει. Μα τί τάχα καινούργιο μπορούνε να μου πούνε, που να μην το ξέρω; Και μήπως τώρα πρόκειται γι’ αυτό; Τώρα ο λόγος είναι πως ένα γύρισμα της ρόδας κι’ όλα αλλάζουνε, κι’ αυτοί οι ίδιοι οι ηθικολόγοι πρώτοι (είμαι βέβαιος) θαρθούνε με φιλικά αστεία να με συγχαρούν. Και κανένας δε θα μου γυρίζει τις πλάτες όπως τώρα. Καλέ να τους βράσω όλους. Τί είμαι εγώ τώρα; Zéro. Τί μπορώ να γίνω αύριο; Αύριο μπορώ ν’ αναστηθώ εκ νεκρών και να ξαναρχίσω να ζω! Μπορώ πάλι να ξαναύρω μέσα μου τον άνθρωπο, ενόσω αυτός δε χάθηκε ακόμα.

Πραγματικά πήγα τότε στο Άμπουργκ ωστόσο… ξαναπήγα έπειτα και στο Ρουλέτεμπουργκ. Ήμουνα και στο Σπα, ήμουνα μάλιστα και στο Μπάντεν, όπου πήγα ως θαλαμηπόλος του αυλικού συμβούλου Γίντσε, ενός αχρείου που ήτανε άλλοτε εδώ. Ναι, ήμουνα λακές, σωστούς πέντε μήνες! Αυτό έγινε αμέσως μετά τη φυλακή. (Γιατί έκανα και φυλακή στο Ρουλέτεμπουργκ για ένα μου χρέος εδώ πέρα. Κάποιος άγνωστος μ’ έβγαλε — ποιος ήταν αυτός; Ο μίστερ Άστλεϋ; Η Πολίνα; Δεν ξέρω. Ωστόσο το χρέος πλερώθηκε διακόσα τάλληρα το όλο, κι’ εγώ ήμουνα ελεύθερος). Πού να πήγαινα; Τί νάκανα; Μπήκα λοιπόν στην υπηρεσία αυτού του Γίντσε. Ήτανε νέος κι’ αλαφρόμυαλος, αγαπούσε το ραχάτι, κι’ εγώ ήξερα να μιλώ και να γράφω τρεις γλώσσες. Στην αρχή, με πήρε τάχα για γραμματικό του για τριάντα φλωρίνια το μήνα· μα στο τέλος έγινα σωστός λακές του, γιατί δεν ήτανε σε θέση να κρατάει γραμματέα και μου λιγόστεψε το μιστό. Δεν είχα πού να πήγαινα κι’ έμεινα — μ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν έγινα μόνος μου ένας λακές. Δε χόρτασα μήτε φαΐ μήτε πιοτό στην υπηρεσία του, όμως γι’ αυτό κατάφερα και μάζεψα σε πέντε μήνες εβδομήντα φλωρίνια. Ένα βράδυ στο Μπάντεν του δήλωσα πως θέλω να τον αφήσω, και το ίδιο βράδυ πήγα στη ρουλέττα. Ω, πώς χτυπούσε η καρδιά μου! Όχι, δεν ήταν το χρήμα που ποθούσα! Τότε ήθελα μονάχα όλοι τούτοι οι Γίντσε, όλες τούτες οι μεγαλόπρεπες κυράδες του Μπάντεν, όλοι τούτοι οι μαιτρ-ντ’-οτέλ να μιλάνε την άλλη μέρα για μένα, να διηγούνται την ιστορία μου, να με θαυμάζουνε, να μ’ επαινούνε και να σκύβουνε μπροστά στο καινούργιο κέρδος μου. Όλα τούτα ήτανε παιδιάστικα όνειρα κι’ έγνοιες, όμως… ποιος ξέρει πάλι, μπορεί και να συναντιόμουνα με την Πολίνα, θα της άνοιγα την καρδιά μου κι’ αυτή θα καταλάβαινε πως είμαι ανώτερος απ’ όλα αυτά τα τυφλά χτυπήματα της μοίρας… Ω, δεν αγαπούσα τα χρήματα μονάχα! Είμαι βέβαιος πως θα τα σκορπούσα πάλι σε καμμιά Blanche, και πάλι θα πήγαινα στο Παρίσι και θα κρατούσα για τρεις βδομάδες δικά μου άλογα που θα στοιχίζανε έξη χιλιάδες φράγκα. Ξέρω καλά πως δεν είμαι τσιγκούνης και μάλιστα θαρρώ πως είμαι σπάταλος, κι’ όμως με τί τρεμούλα, με τί κέρωμα στην καρδιά, ακούω τη φωνή του κρουπιέρη: trente et un, rouge, impair et passe, ή: quatre, noir, pair et manque. Με τί απελπισία παρατηρώ το τραπέζι του παιχνιδιού, όπου είναι σκορπισμένα τα φλουριά, τα λουδοβίκια και τα τάλληρα, τις πυραμίδες του χρυσαφιού όταν απ’ το φτυάρι του κρουπιέρη πέφτει σε φλόγινους σωρούς ή τις μακρυές σαν πήχες στήλες τ’ ασημιού που βρίσκονται τριγύρω απ’ τον τροχό. Πριν πλησιάσω ακόμα την αίθουσα του παιχνιδιού κι’ ακούσω τον κρότο που κάνουνε τα νομίσματα που σκορπιούνται, με πιάνει σχεδόν σπασμός.

Ω, η βραδυά εκείνη, πούφερα τα εβδομήντα μου φλωρίνια στο τραπέζι του παιχνιδιού ήτανε το ίδιο αξιοσημείωτη. Άρχισα με δέκα φλωρίνια και με το passe. Για το passe έχω καλή προκατάληψη. Έχασα. Μου μείνανε εξήντα φλωρίνια σ’ αργυρά νομίσματα. Συλλογίστηκα λίγο — και προτίμησα το zéro. Άρχισα να βάζω μονομιάς στο zéro από πέντε φλωρίνια· την τρίτη φορά βγήκε ξαφνικά το zéro. Λίγο κόντεψε να πεθάνω απ’ τη χαρά μου, που πήρα εκατόν εβδομήντα πέντε φλωρίνια. Σαν είχα κερδίσει εκατό χιλιάδες φλωρίνια δεν είχα τέτοια χαρά. Αμέσως έβαλα εκατό φλωρίνια στο κόκκινο — πήρα· όλα τα τετρακόσια στο μαύρο — κέρδισα· όλα τα οχτακόσα στο manque — πήρα, μετρώντας και τα προηγούμενα, είχα χίλια εφτακόσα φλωρίνια, κι’ αυτό σε διάστημα λιγώτερο από πέντε λεπτά! Ναι,  σε τέτοιες στιγμές ξεχνάς κι’ όλες τις προηγούμενες αποτυχίες! Γιατί τα κέρδισα αυτά κινδυνεύοντας πιότερο κι’ απ’ τη ζωή μου, το τόλμησα και κινδύνεψα, και νά με πάλι στη σειρά των ανθρώπων!

Πήρα ένα δωμάτιο, κλειδώθηκα, κι’ ώς τρεις ώρες, καθόμουνα και λογάριαζα τα λεφτά μου. Το πρωί ξύπνησα όχι πια λακές. Αποφάσισα την ίδια μέρα να φύγω για το Άμπουργκ: εκεί δεν έγινα λακές, ούτε κάθησα φυλακή. Μισή ώρα πριν φύγω πήγα κι’ έβαλα δυο μίζες, όχι παραπάνω, κι’ έχασα χίλια πεντακόσα φλωρίνια. Ωστόσο πήγα στο Άμπουργκ, και νά ένας μήνας πια που βρίσκουμαι εδώ…

[πηγή: Φ. Ντοστογιέβσκη, Ο παίκτης. Μυθιστόρημα, μτφ. Αθηνά Σαραντίδη, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ., σ. 170-173]  

εικόνα