Δημήτρη Χατζή, «Το παιδί» (απόσπασμα)

[…]

Το πρωί έφεραν πραγματικά το παιδί στην πολυκατοικία της Κυψέλης. Ήταν ένα γλυκό κοριτσάκι, με μεγάλα μάτια — καχεκτικό στο σώμα, με φοβισμένη φωνούλα. Συμπεριφερόταν ήσυχα και έτρωγε πολύ λίγο. Αυτά τα δυο προτερήματα καθησύχασαν σε μεγάλο βαθμό τη γυναίκα. Στους συγκάτοικους είπαν ότι φιλοξενούν μια μικρή τους ανεψούλα. Όλοι το πίστεψαν... Ώς το βράδυ, είχαν συνηθίσει κιόλας την παρουσία της. Της έστρωσαν να κοιμηθεί στο ντιβάνι που ήταν στο σαλόνι. Όταν το έβαλαν να κοιμηθεί, το κοριτσάκι άπλωσε τα καχεκτικά του χεράκια, τους αγκάλιασε και τους δυο, τους φίλησε και αμέσως αποκοιμήθηκε.

— Καλό κοριτσάκι είναι το φουκαριάρικο, είπε η γυναίκα. Αισθάνομαι ότι το αγάπησα κιόλας... Καλά-καλά, ούτε πρόσεξα πως όλη τη μέρα ήταν εδώ.

— Τα βλέπεις; της είπε ο άνδρας σα φουσκωμένος διάνος.

[…]

Ακριβώς στη μία η ώρα, τους ξύπνησε το κλάμα του παιδιού. Στη φωνή του υπήρχε κάτι το φοβερό και τ’ αναφυλλητά του σου ράγιζαν την καρδιά. Το άκουσαν που σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του διπλανού δωματίου, έτρεξε στο παράθυρο, ύστερα πίσω στο κρεβάτι και ξανά στο παράθυρο. Για λίγο σταμάτησε, ύστερα όμως άρχισε πάλι τα ίδια.

— Τί να κάνουμε; ρώτησε η γυναίκα. Ο άνδρας τής έπιασε το χέρι.

— Μη φοβάσαι, σίγουρα είδε κανένα άσχημο όνειρο. Παιδί είναι, θα ξανακοιμηθεί.

— Κι αν αρχίσει να φωνάζει;

Αλλά δε φώναξε. Το αντρόγυνο, με κομμένη την ανάσα, ξημερώθηκε στο κρεβάτι. Τότε μόνο μπόρεσε να κοιμηθεί η γυναίκα. Ο άντρας της όμως ήταν ξύπνιος, κρατώντας με τα δυο του χέρια το κεφάλι, γιατί ένιωθε ότι πάει να σπάσει. Προσπαθούσε να σκεφτεί, αλλά του κάκου. Σε κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε κι αυτός, αλλά κάτι παράξενα, εφιαλτικά όνειρα τον βασάνιζαν: Γκεστάπο... παιχνίδι με το θάνατο... κορώνα-γράμματα... εγγλέζικες λίρες.

[…]

[πηγή: περ. Η λέξη, τχ. 61 (Γεν. 1987) 11-12]

εικόνα