Γιώργη Λαμπρινού, «Ο Γιοζέφης»

Ήτανε τρία μικρά, Εβραιόπουλα. Το πιο μεγάλο δεν πατούσε τα δέκα, το πιο μικρό, ένας μπόμπιρας, καμάρωνε πως είχε κλείσει τα εφτά.

Και τα τρία πάντα μαζί, κλωθογύριζαν όλη μέρα ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων. Η πρώτη τους έγνοια ήτανε να μη φαίνουνται μικρά και φούσκωναν ολοένα με τον αέρα του άντρα. Ξυπόλυτα, κοντό βρακί, κουρεμένο κεφάλι κι ένα πρόσωπο βαρύ, αγέλαστο, πικρό τυραγνισμένου ανθρώπου. Το γέλιο δε χωρούσε μέσα στην πολύβουη τούτη πολιτεία του χαμού. Μπέρδευαν στις παρέες των μεγάλων, ακούγαν με προσοχή και σέβας να μιλούνε, μιλούσαν κι αυτά πότε-πότε, έτσι σοβαρά, αντρίκια, με τα χέρια στις τσέπες και το κορμί στυλωμένο στα νύχια των ποδιών. Ε, δω μέσα που βρεθήκαμε την ίδια τύχη έχουμε όλοι μας. Τί πάει να πει μικρός και τί μεγάλος…

Έξω στο προαύλιο δεν ξεμύτιζαν όλη την ημέρα γιατί τα κυνηγούσαν οι Γερμανοί με το βούρδουλα. Εβραιόπουλα βλέπεις κι αυτοί δεν μπορούσανε να τα θωρούνε στα μάτια τους. Μόνο στη βραδινή βόλτα, λίγο προτού πέσει ο ήλιος και μας κλείσουν στους θαλάμους, όταν όλο το ανθρωπολόι του χαμού περπατούσε τη στερνή μισή ώρα του, τρύπωναν ανάμεσα στους μεγάλους και παίρνανε τον αγέρα τους. Αγγαρεία δεν πήγαιναν ποτές. Παιδιά βλέπεις, μωρά, κι οι Γερμανοί δεν ήθελαν, λέει, να τα βασανίζουν. Έπειτα, τί δουλειά να σου κάνει ένα μαξούμι οχτώ και δέκα χρονώ. Το στρατόπεδο ήθελε γερά, αντρίκια χέρια. Άπραγα μικρά, θα μπόδιζαν τους μεγάλους. Κι όλη μέρα στριφογυρνούσαν μέσα στους θαλάμους σβέλτα, ολοπρόθυμα να υπηρετήσουν τους κουρασμένους και τους γέρους.

Ο πιο μεγάλος, ο Γιοζέφης, είχε μισό χρόνο πριν από μένα στο στρατόπεδο. Ήτανε δω, παρών, όταν πήρανε τους διακόσιους για εκτέλεση την Πρωτομαγιά κι ύστερα, σε δυο μέρες, τους άλλους εκατό, κι από τότε ώς τα σήμερα τα μάτια του γνωρίσανε και χάσανε τόσο και τόσον κόσμο. Δεν κουράζεται ποτέ να ιστοράει στους νιόφερτους, έτσι όπως το κάναν οι μεγάλοι, τα όσα είχε ιδωμένα και τα όσα είχε ακουσμένα. Α, ήτανε τούτη η ευτυχισμένη ώρα του…

Ήμαστε φίλοι. Κοντά μου ερχότανε συχνά να με βοηθήσει να σηκωθώ, να με βοηθήσει να πέσω. Τον απασχολούσε το σπασμένο πόδι μου… Τον εφίλεψα μια φορά ένα ελάχιστο κομμάτι σοκολάτας… Και το θυμότανε πάντα. Δεν μπόρεσα ποτέ να το δευτερώσω, μ’ αυτός δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεχάσει… Όταν κατάφερνε να οικονομήσει από τους άλλους μεγάλους μισό ή τρίτο τσιγάρου και να μου το φέρει, ήταν ευτυχισμένος.

«Δε θέλω», του ’λεγα, «να ζητιανεύεις τσιγάρα για μένα…»

«Δεν είναι τίποτα. Το ίδιο κάνω για όλους. Παίρνω από κείνους που βλέπω πως έχουν σήμερα και δίνω σε κείνους που δεν έχουν. Και συ δεν έχεις ποτέ, Γιώργη, Έπειτα, εσύ μου ’δωσες και σοκολάτα…»

Και χαμογελούσε κλείνοντας πονηρά το ματάκι του.

* * *

Τα μεσημέρια, στο προσκλητήριο για το φαΐ κάτω από τον καυτόν ήλιο του καλοκαιριού, τρύπωναν φοβισμένα στις γραμμές των μεγάλων. Οι Γερμανοί φρουροί ήταν μπροστά. Τα κρύβαμε με το μπόι μας. Μα όταν οι τετράδες ξεκινούσαν, έτσι όπως στο στρατό, με κανονική σύνταξη και βήμα για τα μαγειρεία, τα μικρά μπέρδευαν φοβερά στα πόδια των μεγάλων κι απόμεναν τελευταία. Τραγουδούσαμε όλοι και φωναχτά, στη γλώσσα μας. Αυτός ήταν ο κανονισμός του στρατοπέδου. Στο πλάι οι φρουροί με το βούρδουλα στο χέρι, παρακολουθούσαν το βήμα και το τραγούδι. Δεν καταλάβαιναν τί λέγαμε, μα έπρεπε να βαδίζουμε κανονικά και να τραγουδάμε.

Ανθρώποι είμαστε. Και λοιπόν, κάποια γραμμή χαλούσε, κάποια φωνή κοβόταν.

«Βαρούμ νιξ τραγούντι;»

Ξεφώνιζαν άγρια κι ο βούρδουλας έσκιζε τον αγέρα. Και καθώς οι τετράδες προχωρούσαν γοργά, σαν αλαφιασμένες, άφηναν στερνά τα τρία μικρά. Έτρεχαν αυτά να προλάβουν τους μεγάλους τραγουδώντας τσιριχτά, απεγνωσμένα, μα τα προλάβαιναν κι ο βούρδουλας αυλάκωνε τα γυμνά ποδαράκια τους.

Όχι πάντα. Δύο, τρεις, πέντε έγινε αυτό. Και κάθε φορά ο Γιοζέφης, καθώς έφερνε το φαΐ του πλάι στο δικό μου να φάμε αντάμα, ξεστόμιζε τον πόνο του.

«Δεν είναι για μένα, για τα μικρά με νοιάζει. Εγώ μπορώ να τρέξω, να χωθώ μέσα στους μεγάλους. Μα πώς ν’ αφήσω τα μικρά;»

Δεν έκλαψε ποτέ. Σιχαινόταν τα κλάματα. Ήθελε να κρατάει πάντα τον αέρα του άντρα. Και κουβέντιαζε μαζί μου σαν ίσος με ίσο. Δεν ήθελε να μου περάσει από το μυαλό η ιδέα πως φοβόταν τους Γερμανούς.

«Εμένα που βλέπεις», έλεγε, «μου ’χε χαϊδέψει ο Ναπολέων το κεφάλι…»

Τον αγαπούσε, λέει, πολύ. Τον είχε γλιτώσει πολλές φορές από τους Γερμανούς. Και μια φορά κάθισε κι έφαγε κείνος το ξύλο για να μην το φάει ο Γιοζέφης. Δεν ξέρει γιατί, μα οι Γερμανοί στο στρατόπεδο κυνηγούσανε πολύ τα Εβραιόπουλα. Και μου ιστορούσε με κατάνυξη για το «Ναπολέο». Έτσι ήταν, τούτα έκανε, κείνα έλεγε. Και οι συντρόφοι του μαζί. Μετά, μου σιγοψιθύριζε το τραγούδι που ύστερ’ από το χαμό του βγάλανε γι’ αυτόν οι φυλακισμένοι Χαϊδαριώτες.

Όσο θυμότανε το «Ναπολέο», ο Γιοζέφης έπαιρνε κουράγιο. Δεν τον ένοιζε πια το ξύλο, οι Γερμανοί, το στρατόπεδο. Αχ, να του μοιάσει, νά τόσο δα, στο νυχάκι του. Και από τώρα πατούσε όπως εκείνος αντρειωμένα το χώμα. Αφού τον αγαπούσε κι αφού τον είχε χαϊδέψει κάποτε στο κεφάλι.

* * *

Έν’ απόγεμα, μου μίλησε για τη μάνα του. Ήταν εκεί, απέναντι, στο μεγάλο χτίριο που κρατούσαν τις γυναίκες. Έξι μήνες είναι τώρα. Θυμάται τη λαχτάρα της νυχτιάς που τους πιάσανε κι ανατριχιάζει. Δε χτυπήσανε την πόρτα. Την κλοτσήσανε, τη σπάσανε και μπήκανε μέσα. Γερμανοί και Ρωμιοί μαζί, ανακατεμένοι.

«Ήτανε και δικοί μας, Γιώργη, και δικοί μας μαζί τους.»

Με τη ματιά, ήρεμα συνεννοηθήκαμε.

«Αυτοί;»

«Ναι, αυτούς λέω…»

Ήθελε να πηδήξει, λέει, από το παράθυρο, μα πώς ν’ αφήσει τη μάνα μονάχη. Ζητούσαν τον πατέρα και ούρλιαζαν όλοι μαζί και χτυπούσαν και σπούσαν έπιπλα, πόρτες, κρεβάτια, ό,τι λάχαινε… Με χίλια βάσανα τους εξήγησε η μάνα πως ο πατέρας, ο Λεβί Μορδόχ, έχει πεθάνει από δέκα χρόνια. Άλλος δεν υπάρχει. Μόνο η γυναίκα του η Ρεγγίνα Μορδόχ, εδώ παρούσα κι ο γιος, ο Γιοζέφης. Την άφησε, με το παιδί στην κοιλιά. Ζούνε μονάχοι δουλεύοντας και δεν ξέρουνε τίποτα, μα τίποτα. Αυτοί δεν πίστευαν, δεν καταλάβαιναν και χτυπούσαν. Ήθελαν σώνει και καλά, το μεγάλο Μορδόχ. Τέλος τους έσυραν μαζί τους. Κι η μάνα, που νόμιζε πως μόνο γι’ αυτό τους παίρναν, τσίριζε απελπισμένα ώς έξω στο δρόμο, μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα.

«… Άλλος Μορδόχ δεν υπάρχει, πέθανε, άλλος δεν υπάρχει…»

Από τότε τους έφεραν εδώ στο Χαϊδάρι και τους χώρισαν. Το παιδί στους άντρες, τη μάνα στις γυναίκες. Είναι μαζί, στον ίδιο τόπο μα δε βλέπουνται ποτέ από κοντά. Απαγορεύεται. Κι είναι τούτος ο μεγάλος καημός του Γιοζέφη.

«Την αγαπάς πολύ τη μάνα σου, Γιοζέφη, ε;…»

«Α», είπε μονάχα κι έκανε μια πλατιά χειρονομία σα ν’ αγκάλιαζε όλο τον κόσμο…

Μα τα χτίρια δεν ήτανε μακριά. Νά, φάτσα ήμαστε, ώς εκατό μέτρα απόσταση. Μας χώριζε όμως ένα πυκνό συρματόπλεγμα και το τσιμεντένιο οχυρό με το φρουρό απάνω του όλη μέρα κι όλη νύχτα και τις μπούκες των πολυβόλων καταπάνω μας. Ο θάνατος παραμόνευε για όποιον πλησίαζε το συρματόπλεγμα.

Όμως ο Γιοζέφης, έβρισκε πάντα τον τρόπο, στις τελευταίες βραδινές βόλτες της μισής ώρας προτού μας κλείσουν στους θαλάμους, να ξεκόβει από τους άλλους και να στρώνεται σταυροπόδι κατάχαμα στο πιο προχωρημένο σημείο που άφηνε η διαταγή. Από κει μπορούσε να βλέπει καλύτερα. Αντίκρυ, ξεχώριζε πάντα ακριβώς την ίδια ώρα η ψηλόλιγνη κορμοστασιά της γυναίκας που στεκόταν ασάλευτη. Ήταν η μάνα του. Η μιλιά δεν έφτανε, τα πρόσωπα δεν ξεκαθάριζαν καλά, μα ο ένας γνώριζε τον άλλον. Ήταν αυτοί.

Στεκόντουσαν εκεί να βλέπουνται έτσι αδιόρατα, χωρίς μιλιά, ασάλευτοι κι οι δυο τους ώς τη στερνή στιγμή που σταματούσε τη βόλτα του κι ο τελευταίος επίμονος φυλακισμένος για να κλειστεί στους θαλάμους. Τότε σιγαλά κι οι δυο μαρμαρωμένες σκιές παίρναν ζωή και με μια κίνηση αργή, η καθεμιά προς τα πίσω της, χανόντουσαν μέσα στα σκοτεινα χτίρια.

Κάθε βράδυ γινόταν αυτό. Κάθε βράδυ, μήνες τώρα…

* * *

Ήρθε μια μέρα ο Διοικητής στους θαλάμους, έτσι ξαφνικά. Ποτέ δεν πατούσε το πόδι του εδώ σε μας κι απορήσαμε. Έπρεπε κάτι να σημαίνει η επίσκεψή του. Ή μεγάλη εκτέλεση ή μεγάλο ταξίδι στη Γερμανία, στα κάτεργα. Ή κάτι τέτοιο, έτσι λέγαμε. Δεν ήταν όμως τίποτ’ απ’ αυτά.

Τον ακολουθούσε η συνοδεία του, μια αρμαθιά φρουροί με τα αυτόματα και το βούρδουλα. Αυτός ξεχώριζε απ’ όλους. Ήτανε ένας ψηλός άντρας γεροδεμένος, στυφός κι αμίλητος. Έριξε μια ματιά στους τοίχους, στα ρούχα μας, στο πάτωμα. Κι ολομεμιάς η όψη του έγινε έξαλλη. Άρχισε να γαβγίζει μανιακά στο διερμηνέα που στεκότανε κλαρίνο μπροστά του. Δε βρήκε, λέει, καθαρό το θάλαμο. Γύρω του οι φρουροί αναγάλιαζαν. Κάθε αγριάδα του Διοικητή σήμαινε παιδεμός στους κρατούμενους. Ήταν η διασκέδασή τους στην πλήξη του στρατοπέδου.

Με το μαστίγιο κατάφερε μια στο πρόσωπο του πρώτου κρατούμενου που στεκόταν μπροστά του… Ήτανε, λέει, βρόμικος. Ύστερα προχώρησε σε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, κατεβάζοντας το μαστίγιο όπου λάχαινε. Εμείς στεκόμαστε ακίνητοι, ψυχροί, ασάλευτοι. Ούτε κραυγή. Τίποτα. Ο καθείς είχε τον τρόπο του να μιλάει. Και ξαφνικά, καθώς αλώνιζε ξέφρενος μέσα στους μεγάλους, το μάτι του πήρε τα τρία μικρά που απόμεναν άλαλα πίσω μας… Τα ήξερε όπως ήξερε τον καθένα στο στρατόπεδο. Πήδηξε σαν τίγρης κοντά τους και σήκωσε το μαστίγιο. Η ανάσα μας κόπηκε. Θα τα χτυπήσει τα μικρά;

Και τότε, έγινε τούτο που σας ιστοράω εδώ. Ο Γιοζέφης, βγήκε μπροστά, τέντωσε τα χέρια και σκέπασε με το κορμί του τα δυο μικρά. Κι απόμειναν και τα τρία έτσι, προσμένοντας. Το σηκωμένο μαστίγιο στάθηκε, σα μετέωρο. Ένα, δύο, τρία, περνούσανε τα δευτερόλεφτα. Πέντε, δέκα, είκοσι οι χτύποι της καρδιάς μας. Τα ολοξάφνιστα μάτια του Διοικητή ξαναβρήκαν την ηρεμία τους και το μαστίγιο κατέβηκε μια, δυο, δέκα, είκοσι, αμέτρητες φορές απάνω στα κορμιά των παιδιών. Εκεί χάμω, στο τσιμέντο, κυλιόντουσαν και τα τρία μαζί και ούρλιαζαν και βογκούσαν σπαραχτικά. Α, πόσα κορμιά ένιωσα εκείνη τη στιγμή έτοιμα να τιναχτούν και να ορμήσουν εμπρός. Όμως τίποτα. Οι τέσσεροι τοίχοι, οι φρουροί, τα πολυβόλα. Τίποτα. Ε, είπα, κάποια άλλη ώρα το τίποτα θα γίνει το παν…

Όταν έφυγαν, μαζέψαμε τα τρία μικρά να τα γιατρέψουμε. Βογκούσαν ασταμάτητα και ύστερα μέρες ολάκερες. Όμως ο Γιοζέφης δεν έκλαψε. Πονούσε ωστόσο φοβερά. Τα χέρια του ήταν τσακισμένα, τα δάχτυλά του σπασμένα. Άφηνε τον εαυτό του και περιποιόταν τα μικρά. Όλο τους έλεγε σιγανά στ’ αυτί, ποιος ξέρει τί. Και περίεργο, εκείνα γαλήνευαν για λίγο ώσπου να ξαναρχίσουν το κλάμα. «Είσαι πιο μεγάλος απ’ ό,τι φαίνεσαι, Γιοζέφη, καλέ μου Γιοζέφη», του είπα χαϊδεύοντάς του το κεφάλι. «Πολύ πιο μεγάλος…»

Δεν κατάλαβε.

«Όχι, έκλεισα τα δέκα και περπατώ στα έντεκα… έχω μπόι μα δε φαίνουμαι παραπάνω από δώδεκα.»

«Άντεξες καλά στο Γερμανό…»

Σοβαρεύτηκε. Κι ύστερα γέλασε.

«Τί σου ’χω πει τόσες φορές; Εμένα μου ’χει χαϊδέψει ο Ναπολέων  το κεφάλι…»

Του το χάιδεψα ξανά και γω. Κι αυτός σοβαρεύτηκε και πάλι.

«Ξέρεις, καλέ μου Γιώργη, τί με στενοχωρεί; Νά, τώρα που μου τσάκισε ο Γερμανός το χέρι… δε θα μπορώ… δε θα μπορώ, Γιώργη, να το σφίξω…»

Δεν καταλάβαινα.

«Δε θα μπορώ να το σφίξω… νά, πώς να σου πω… δε θα το σφίγγω γροθιά.»

Το ’πε και γέλασε κι έχωσε το κεφάλι του θαρρετά μέσ’ στον κόρφο μου. Α πόσο είχαμε γίνει φίλοι με τον Γιοζέφη…

* * *

Η ιστορία της φιλίας μας με το Γιοζέφη τέλειωσε έτσι:

Μια μέρα, μέσα στον καυτερόν Αύγουστο του 1944, πλάκωσε το μεγάλο λεφούσι των Εβραίων. Τους φέρναν απ’ τη Ρόδο, άντρες, νιους, γυναίκες, γέρους, γριές, παιδιά, μωρά, όλους μαζί. Ξεριζώσανε όλη την εβραϊκή παροικία από κει και την κουβαλούσανε στη Γερμανία. Το Χαϊδάρι ήταν ο πρώτος και τελευταίος σταθμός στην Ελλάδα. Από τα παράθυρα μετρούσαμε τα καμιόνια, πέντε, δέκα, είκοσι, αμέτρητη σειρά που μπαίναν στην κεντρική αυλή κι άδειαζαν το ανθρώπινο φορτίο τους. Εκεί τους στοιβάξανε όλους, κάπου δύο χιλιάδες ψυχές, κατάχαμα στη γης, μέσα στο ντάλα μεσημέρι, κάτω από την αβάσταγη καΐλα του ήλιου. Ανάμεσά τους, γύρω τους, απάνω τους, έστεκαν οι Γερμανοί φρουροί με το όπλο και το βούρδουλα και χτυπούσαν, χτυπούσαν ολοένα χωρίς λόγο, χωρίς ένα τίποτα. Κάποιος δεν καθόταν καλά, κάποιος μίλησε στον πλαϊνό του. Έτσι, ένα τίποτα. Ποιος ξέρει πόσες μέρες είχανε να πιούνε νερό. Όλα βαστιούνται, μα το νερό!... Κάποια γυναίκα ζήτησε να πιει, δε βαστούσε άλλο, μια δεύτερη, ένας τρίτος και ξαφνικά σηκώθηκε μυριόστομη η βουή, σα μουγκρητό πελάου.

«Νερόόό! Νερόόό!…»

Έτσι έγινε το κακό. Οι φρουροί πέσανε λυσσασμένοι ανάμεσά τους και χτυπούσαν, ο Διοικητής ο ίδιος άκουσε το βουητό και όρμησε με το πιστόλι στο χέρι. Μπερδεύτηκαν όλοι μαζί τότε. Κραυγές για βοήθεια, φωνές για νερό, βρισιές γερμανικές, χτυπιές του βούρδουλα και πιστολιές, πιστολιές…

Κάποια στιγμή ησύχασαν όλα, έτσι απότομα. Οι νεκροί ρίχτηκαν σε κάποιο λάκκο, έξω, οι πληγωμένοι έμειναν αντάμα με τους ζωντανούς. Τα βλέπαμε όλα από τα παράθυρα. Ο Γιοζέφης στεκόταν δίπλα μου. Τ’ άλλα δυο μικρά κοντά. Κανείς δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το φαΐ δεν τo φάγαμε. Κάποιος ήθελε να φωνάξει σ’ όλο τον κόσμο, σ’ όλη την οικουμένη γης.

«Έι! Ανθρώποι είμαστε δω! Ανθρώποι όλοι είμαστε δω! Μας κάθισε ο βραχνάς… Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!...»

Θα ’βαζε τις παλάμες ολοτρόγυρα στο στόμα και θα χούγιαζε στα βουνά, στους κάμπους, στους ανέμους ώς εκεί που ζούνε άνθρωποι σαν εμάς, σαν ετούτους κάτω τους βασανισμένους, σαν όλους τους ανθρώπους. Μα δεν το ’πε. Κι είχε μια λαχτάρα να το πει…

Ο Γιοζέφης τα ’βλεπε όλα αμίλητος, γαντζωμένος στο μπράτσο μου. Ύστερα άλλαζε θέση και πήγαινε σ’ άλλο παράθυρο και σ’ άλλο και σ’ άλλο. Να βλέπει, λέει, καλά. Κι όμως απ’ όλα έβλεπε καλά. Κάποια στιγμή τον έχασα. Κι όταν ξαναφάνηκε, τα μάτια του λάμπανε. Μου το ’πε κρυφά.

«Ξέρεις, έδωσα νερό. Από το παράθυρο στο υπόγειο πέρασα έναν κουβά και τον άφησα. Όταν προσπέρασε ο σκοπός, τους τον πασάρισα. Δεν έκαμα καλά;»

«Ναι, μα πρόσεχε. Αν σε δει ο φρουρός θα σ’ αφήσει στον τόπο. Ξέρεις, δεν έχει άλλη τιμωρία. Καλύτερα, άσε τους μεγάλους να τα βγάλουν πέρα.»

Στενοχωρέθηκε μα δεν το ’δειξε. Μου ’πε μονάχα πως σα να μετάνιωσε που τους έδωσε νερό, γιατί τσακώθηκαν μεταξύ τους ποιος να πρωτοπιεί, βριζόντουσαν και δερνόντουσαν. Σιχάθηκε. Μα το ’πε για να με ησυχάσει.

Τ’ απόγεμα, μαζεύτηκε όλη η φρουρά κι ο Διοικητής. Τους έγδυσαν όλους, γυναίκες κι άντρες, τσίτσιδους. Κι άρχισαν να ψάχνουν τα ρούχα και τα κορμιά ώς τ’ απόκρυφα μέρη για χρυσαφικά και λίρες. Αυτοί πέφταν ανάσκελα, τσίριζαν, κι οι Γερμανοί, από πάνω τους διαγούμιζαν τα κορμιά για το χρυσάφι. Γέμισαν δέκα κουβάδες. Δυο ώρες κράτησε η έρευνα. Ύστερα τους είπανε να ντυθούν.

Ε, λοιπόν, σε κείνη την αναμπουμπούλα, όταν η λάμψη του χρυσού είχε σκοτεινιάσει το βλέμμα των Γερμανών, ο Γιοζέφης κι άλλοι μαζί του βρήκαν τον καιρό να περάσουν νερό στους διψασμένους, τρεις, πέντε, δέκα κουβάδες. Μα στο τέλος έγινε το κακό. Ο Γιοζέφης απόμεινε τελευταίος να κουβαλήσει. Μικρούλης αυτός χαμήλωνε το κορμί, σερνόταν με την κοιλιά, ξυστά στον τοίχο κι άφηνε τον κουβά. Και γυρνούσε. Και ξαναπήγαινε. Τον τράβηξαν οι άλλοι να καθίσει. Έσωνε πια. Λίγο δώσανε για τόσες ψυχές μα δε βολούσε περισσότερο. Αυτός γλίστρησε και ξαναπήγε, για στερνή φορά. Από μακριά ο Διοικητής τον είδε. Αγρίεψε. Έβαλε ψύχραιμα το πιστόλι, σημάδεψε, έριξε. Το παιδί έβγαλε μια φωνή κι έπεσε. Ορμήσαμε. Αλλά οι φρουροί ήταν κιόλας κοντά. Το πήγαν στο ιατρείο. Μάθαμε αμέσως: το τραύμα δεν ήταν σοβαρό. Στον ώμο το πήρε. Δεν ήταν κίνδυνος. Και το Γιοζέφη δεν τον ξαναείδαμε πια κοντά μας. Το βράδυ πήραν και τ’ άλλα δυο μικρά Εβραιόπουλα. Πάνε κι αυτά.

Την άλλη μέρα τους σηκώσανε όλους μαζί τους Εβραίους… Μπουλούκια-μπουλούκια τους τραβούσαν στην έξοδο. Μα βάδιζαν αργά. Ο ένας κρατούσε τον άλλον. Οι νιοι σέρναν τους γερόντους, οι κοπέλες τις μανάδες τους. Νερό δεν είχανε πιει ακόμα. Μέσα στη σκόνη, τα στόματα έχασκαν με τις γλώσσες κρεμαστές έξω. Και βάδιζαν αργά σα λιτανεία κι αρπάζανε τις βουρδουλιές χωρίς να τους κάνουνε πια αίσθηση.

Με τους τελευταίους πέρασε κι ο Γιοζέφης μαζί με τ’ άλλα δυο μικρά. Βγήκαμε όλοι έξω. Είχε τον ώμο του δεμένο. Αλλά βάδιζε καλά. Γελούσε, όλο μας γελούσε. Του γελούσαμε και μεις, έτσι για να μην ιδεί δάκρυα και στενοχωρηθεί. Ξέρεις τί θα πει να βαδίζεις ζωντανός στο τελευταίο σου ταξίδι —όποιος κινάει για τη Γερμανία δε γυρίζει— και ν’ ακούς μοιρολόγια… Γελούσαμε λοιπόν και δώσ’ του γελούσαμε και χαιρετούσαμε κρυφά με τις γροθιές το παιδί, το Γιοζέφη μας. Και κείνος γελούσε από κάτω, γελούσε ασταμάτητα και μας χαιρετούσε με τη γροθιά του και όλο βάδιζε, βάδιζε…

[πηγή: Το διήγημα της Αντίστασης. Ανθολογία, τ. Α΄, επιλ.-επιμ.: Τάκης Αδάμος – Γιώργος Ζωίδης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 122-131]

εικόνα