Λάκη Παπαστάθη, «Το δέντρο θαμπό»

Το ψηλόλιγνο πεύκο έφτανε μέχρι το μπαλκόνι της στον τρίτο όροφο. Είχε φυτρώσει στα σύνορα με το διπλανό οικόπεδο, όπου υπήρχε μόνον ένα παλιό, μισοερειπωμένο σπίτι.

Το πεύκο άπλωνε τα κλαριά του ακριβώς μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας της. Μόνο στο δικό της μπαλκόνι, διότι ο κορμός  δεν είχε κλαριά αλλού, παρά μόνο στην κορυφή του. Λες και το δέντρο σκαρφάλωνε ώς εκεί για να την βλέπει, για να της δίνει τη μυρουδιά του και τη δροσιά του, να την κρύβει, να την προστατεύει από τους άλλους.

Όταν έβγαινε στο μπαλκόνι της, ένιωθε πως έμπαινε σε μια μεγάλη φωλιά, μέσα στα κλαριά. Μαζί της και η γάτα της, που έπαιζε και έξυνε τα νύχια της. Στο δέντρο κατέβαιναν και λογής-λογής πουλιά που κάθονταν για λίγο στη σκιά του και μετά ξαναπετούσαν.

Όταν ήρθαν οι μπουλντόζες και ισοπέδωσαν το σπίτι στο διπλανό οικόπεδο, δεν της πέρασε αμέσως από το μυαλό πως το δέντρο κινδυνεύει. Ήξερε βέβαια πως η ρίζα του ήταν δίπλα, παρόλο που το δέντρο έμπαινε λοξά στο οικόπεδο της δικής της πολυκατοικίας.

Σε έξι μήνες υψώθηκε ο σκελετός και σε ένα χρόνο η διπλανή πολυκατοικία ήταν σχεδόν τελειωμένη. Μετά άρχισε η διαμόρφωση της αυλής. Τότε δημιουργήθηκε και το πρόβλημα, γιατί ο κορμός του δέντρου έκοβε μισό μέτρο περίπου από το δρόμο που οδηγούσε στο γκαράζ. Παρακολουθούσε τους μηχανικούς που μετρούσαν και συνεχώς κοίταζαν προς το μέρος της, γιατί η φούντα του δέντρου είχε μετακομίσει στο δικό της οικόπεδο, στο δικό της μπαλκόνι. Κάθε μέρα ξυπνούσε πολύ πρωί και παρακολουθούσε σαν άγρυπνος φρουρός τους εργάτες.

Ένα πρωί, ο νεαρός βοηθός του μηχανικού τής φωνάζει από μακριά: «Πρέπει ν’ ανεβούμε στο μπαλκόνι σας να κόψουμε τα κλαριά, μη γίνει καμιά ζημιά, καθώς θα πέφτει». Ουρλιάζοντας, του ρίχνει τον τενεκέ των σκουπιδιών, το φαράσι, τη σφουγγαρίστρα, τα κουκουνάρια που είχαν πέσει στο μπαλκόνι, ό,τι έβρισκε μπροστά της. Ο βοηθός μηχανικού στρίβει την παλάμη του στο μηνίγγι του, σαν να της λέει «τρελή είσαι;» και δίνει οδηγίες στους εργάτες να δέσουν το δέντρο με σχοινιά, ώστε να το τραβήξουν μακριά από τα μπαλκόνια της πολυκατοικίας, καθώς πέφτει.

Τώρα έχουν βγει στην αυλή και τις βεράντες πολλές γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι άντρες. Παρακολουθούν τη σκηνή. Η μπουλντόζα είναι σε απόσταση πέντε μέτρων από το πεύκο και οι εργάτες, με σκάλες και τριχιές, προσπαθούν να δέσουν από διάφορα σημεία τον κορμό του.

Χωρίς να κλείσει την πόρτα του διαμερίσματός της, κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Την ακολουθεί ο γάτος της. Βγαίνει στην αυλή και περνάει μέσα από τον κόσμο και μπροστά από την μπουλντόζα. Πέφτει πάνω στο δέντρο αγκαλιάζοντάς το. Δείχνει αποφασισμένη να μην ξεκολλήσει. Ο οδηγός της μπουλντόζας, για να την τρομοκρατήσει, μαρσάρει έντονα και κορνάρει. Ένας από τους εργάτες κάτι της λέει και προσπαθεί να την τραβήξει μαλακά. Τον απομακρύνει με μια αγκωνιά στο στομάχι. Ο βοηθός μηχανικού προσπαθεί να την ξεκολλήσει από το δέντρο και δέχεται μια κλωτσιά στ’ αρχίδια. Απομακρύνεται σφαδάζοντας από τον πόνο.

Σε λίγο φθάνει το περιπολικό της αστυνομίας. Ένας νεαρός αστυνομικός προσπαθεί να καταλάβει τί συμβαίνει. «Πού ανήκει το δέντρο;» Ο βοηθός μηχανικού του ξετυλίγει σχεδιαγράμματα και κατόψεις. Ο αστυνομικός δείχνει να μην πολυκαταλαβαίνει. Ρωτάει τη γυναίκα «εσύ τί λες;», «το δέντρο είναι δικό μου», του απαντάει. Ο αστυφύλακας, μετά από μικρή παύση, φωνάζει «σταματήστε τα όλα. Θα αποφασίσει η υπηρεσία». Όλοι οι θεατές ξεσπούν σε χειροκροτήματα. «Ειδοποιήστε το μηχανικό νάρθει στο τμήμα με  τα χαρτιά και τα σχέδια». Ο βοηθός μηχανικού κάνει νεύμα στους εργάτες να σταματήσουν. «Προς το παρόν, γιατί στο τέλος δε θα της περάσει!» Ο αστυνομικός, με το μπλοκ στα χέρια, πλησιάζει τη γυναίκα που φαίνεται να χαλαρώνει κάπως το σφίξιμο του δέντρου. «Τα στοιχεία σου!» Αυτή τον κοιτάζει σαν να μην καταλαβαίνει.

Εκείνη τη στιγμή φθάνει στο χώρο, φρενάροντας απότομα, ο δικηγόρος Ν.Λ., ειδοποιημένος από τον πρώην άντρα της, που ενημερώθηκε στο τηλέφωνο για το συμβάν από ένα γείτονα. Ο δικηγόρος παίρνει τον αστυνομικό παράμερα. Κάτι του λέει χαμηλόφωνα κι αυτός σημειώνει. Ο βοηθός μηχανικού, σε έξαλλη κατάσταση, μιλάει στο κινητό του.

Ένα παιδί, με τσάντα σχολική στο ώμο, τρέχει προς το δέντρο. «Μαμάαα… μαμάααα». Η γυναίκα αφήνει το δέντρο και αγκαλιάζει το γιο της. Ο δικηγόρος τη συνοδεύει μαζί με το παιδί προς την είσοδο της πολυκατοικίας.

Έλειψε από την Αθήνα για δέκα μέρες. Πήγε στο πατρικό της στο Βόλο. Όταν γύρισε δεν κοιτούσε καθόλου προς το μπαλκόνι. Καταλάβαινε όμως πως το φως άλλαξε, το ίδιο και η σκιά. Ο ήλιος έμπαινε τώρα καυτός στην κουζίνα κι αυτή ένιωθε απροστάτευτη.

Το βράδυ στον ύπνο της θυμήθηκε την πρώτη φωτογραφία που της τράβηξε ο γιος της, όταν του χάρισαν μια πολαρόιντ. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια. Τη βρήκε. Ήταν μια φλου, κουνημένη φωτογραφία της με φόντο το δέντρο. Στα πόδια της ο γάτος.

Το πρωί πήρε χαρτοτέιπ και κόλλησε τη φωτογραφία στο τζάμι του παραθύρου του μπαλκονιού.

[πηγή: Λάκης Παπαστάθης, Η Νυχτερίδα πέταξε, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001, σ. 69-73]

εικόνα