Γιώργου Σκαμπαρδώνη, «Ροζ βέσπα με παρμπρίζ»

Ενώ περιμένω με ανυπομονησία στην ουρά του περιπτέρου για ν’ αγοράσω τσιγάρα, μια ροζ βέσπα με παρμπρίζ γέρνει ελαφρά και στρίβει από την παραλιακή οδό, προς την Καλλιδοπούλου. Μια θηλυκή βέσπα με αστραφτερό παρμπρίζ που την οδηγεί άνετα, με αυτοπεποίθηση και ευελιξία, ένα νέο κορίτσι.

Η μέρα είναι πρόωρα ανοιξιάτικη και το κορίτσι γύρω στα δέκα εφτά. Φοράει άσπρη, φαρδιά μπλούζα «κόλλετζ», ένα σορτ συντριπτικό και αθλητικά παπούτσια, κάλτσες κοντές, που έχουν το ευγενικό χρώμα της βέσπας, τόσο κοντές που μόλις ξεπερνάνε τον λεπτό αστράγαλο. Τα μαλλιά της είναι υγιώς καστανά με ξανθά ρεύματα, όλα πιασμένα πίσω, ενώ στα αυτάκια (που, εδώ που τα λέμε, είναι πάντα ένα σημείο αποκάλυψης) φοράει, αντί σκουλαρίκια, τ’ ακουστικά ενός «γουώκμαν» που κρέμεται στο λαιμό της σαν περίεργο φυλαχτό ή σαν μεγαλοπρεπές κόσμημα ρωμαϊκό — κι ακούει ροκ, κάποιο άγριο συγκρότημα που ουρλιάζει.

Ένθεν και ένθεν ταλαιπωρημένοι γιωταχήδες την κοιτάζουν ενεοί, σαν να πρόκειται για αιφνίδιο ροζ (όχι κόκκινο) απαγορευτικό φανάρι που άναψε ξαφνικά μπροστά τους, στον αέρα, χωρίς να στηρίζεται πουθενά, και δεν ξέρουν αν πρέπει να φρενάρουν ή όχι, αν είναι αυταπάτη ή νέο σύστημα, ηλεκτρονικό, με λέιζερ, ενώ πίσω τους ταξιτζήδες βιαστικοί κορνάρουν, γιατί δεν είδαν την ωραία αυτή κόρη πάνω στη βέσπα, που τώρα πια την οδηγεί με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο ξεφλουδίζει μια τσίχλα αρωματική που ευωδιάζει σαν ματσάκι μαντζουράνας — καθώς ένας νεαρός ντυμένος με πέτσινα τσαπράζια, καβάλα σε χιλιάρα μηχανή, έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση και μόλις βλέπει την κοπελιά κάνει μια παρατεταμένη σούζα, κάτι σαν «όπλα παρουσιάσατε!» ή σαν «υποκλίνομαι», παρόλο το ότι η κίνηση ήταν αντίθετη της υπόκλισης κι ωστόσο σήμαινε αυτό ακριβώς: «υποκλίνομαι», ή έστω «δες με!»

Και ιδού που η βέσπα ανεβαίνει (τί συμπαθητική που είναι η οδός Καλλιδοπούλου!) με την κόρη αδιάφορη (ή σχεδόν), την κόρη της οποίας οι μηροί είναι σφιχτοδεμένοι κι όπως σε ορθή γωνία κρατάει τα πόδια της, το κάτω μέρος των μηρών διαγράφει μια υπέροχη, ανεπαίσθητη καμπύλη, κάτι σαν ανάστροφο ουράνιο τόξο που εκτοξεύει στίχους λυρικούς, αρχαϊκούς, σαν εκείνους του Δαμάσιου που λένε:

«Ζωσίμη, η πριν εούσα μόνω το σώματι δούλη,
και τω σώματι νυν εύρεν ελευθερίην».

Που, καθώς όλοι ξέρουνε, σημαίνουν:

«Και η Ζωσίμη που ήτανε στο σώμα μόνο σκλάβα,
τώρα και για το σώμα της ελευθερία βρήκε».

Οι σαϊτιές αυτές οι λυρικές ακόμα και τους γέρους βρίσκουν και τους ξανανιώνουν, όχι σαν νάχουν πιει αφέψημα μολόχας, αλλά σαν κάποιος μέσα τους να ενστάλαξε απόσταγμα μαγιοβότανων — πέφτουν γονυπετείς κι ονειρεύονται δεκάδες ζεύγη πασουμάκια που τα προσφέρουν αφειδώς στη νεαρή αμαζόνα, η οποία, χαμογελαστή, τ’ αντιπαρέρχεται, αλλάζοντας ταχύτητα, πατώντας κι άλλο γκάζι, ενώ παραδίπλα εξουσιοδοτημένο συνεργείο της «Εξπρές Σέρβις» (τρεις όμορφοι παλληκαράδες ντυμένοι στα κόκκινα), βλέποντας τη Ζωσίμη (έτσι ας την πούμε) παρακαλούνε από μέσα τους να πάθει κάτι η βέσπα, να χαλάσει ξαφνικά, για να τρέξουν, να σπεύσουν όλοι αυθόρμητα, να δώσουνε τη βοήθειά τους.

Όμως η βέσπα συνεχίζει την πορεία της, ένδοξη και ευπαθής και αποφασισμένη και άνετη, μια βέσπα θηλυκή όπως και η αναβάτις, περήφανη προβαίνει, παρόλα τα εμπόδια που της βάζουν μερικοί φαλλοκράτες γιωταχήδες (συνήθως μικροπαντρεμένοι), παρόλη την ανηφοριά της οδού Καλλιδοπούλου, συνεχίζει, έχοντας εξασφαλισμένη την αλληλεγγύη των ποιητών όσο και των γυναικών, που εκείνη την ώρα, πάνω απ’ τον δρόμο, σφουγγαρίζουν τα μπαλκόνια.

Αυτός που στέκει μπροστά μου, στο περίπτερο, φεύγει κρατώντας σοκολάτες. Έρχεται η σειρά μου. Πλησιάζω στη θυρίδα και ζητώ απ’ τον περιπτερά (που μοιάζει ελεύθερος πολιορκημένος) ένα πακέτο τσιγάρα «SANTE». Αυτά με το κόκκινο πακέτο και την υπέροχη ξανθιά κόρη στο καπάκι. Το γδύνω από τη ζελατίνα, που είναι διαφανής σαν το παρμπρίζ της βέσπας, ανοίγω και παίρνω το πρώτο τσιγάρο, σπάζοντας, καθώς λεν, την παρθενιά.

[πηγή: Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Μάτι φώσφορο κουμάντο γερό, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 46-48]

εικόνα