Ντίνου Χριστιανόπουλου, «Άνθρωποι της Λαοδικείας»

Δοσίθεος Ιωάννη τω αγίω:
η πτώση μας είναι βεβαία.
Αύριο που οι ιππότες σου θα εισέρχονται στη Λαοδίκεια,
το ποίμνιό μου θα σκορπίσει σαν τους σπόρους των αγριολούλουδων·
κι όταν ο κόσμος γίνει μια απέραντη Λαοδίκεια,
θα σβήσουμε αφήνοντας μονάχα ένα σύμβολο
του τί θα ’πρεπε να ’μασταν…

Αν δεν είχαμε πίστη, θα ζούσαμε δίχως ενοχή·
αν αμφιβάλλαμε για την πίστη, θα εγκαταλείπαμε τα εγκόσμια
και θα το ρίχναμε στους στοχασμούς και τις δεήσεις.
Όμως κι η πίστη δε μας έλειψε κι η αμφιβολία είναι ξένη για μας.
Γιατί λοιπόν ταλαντευόμαστε
σαν ένα νέο που βγαίνει έξω ύστερα απ’ την πράξη
και δε βλέπει τους ανθρώπους στα μάτια και βαδίζει πάντα απ’ τις γωνιές,
ή όταν χορεύει νιώθει πως αυτός δεν είναι για τέτοια,
πως ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους
μ’ ένα παράξενο στα μάτια διακριτικό;

Τί είναι κείνο που λογοκρίνει την κάθε μας κίνηση
και κάνει ερμαφρόδιτη την κάθε αρετή μας;

Αφήστε μας να ζήσουμε την όμορφη ζωή,
μη μας παιδεύετε με τούτα τα ημίμετρα·
κι εμείς δε θα θέλαμε να ’μαστε απ’ την αγαπημένη αυτή πόλη,
όμως η νίκη σας κι η πτώση μας είναι πολύ αβέβαιες
κι η εκκλησία ραγίζει με το χαμό μας.

Από τη συλλογή Η εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)

[πηγή: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 24-25]

εικόνα