Γιώργου Ιωάννου, «Μοτοσικλέτας εγκώμιο» (απόσπασμα)

Αυτοκίνητο, δόξα τω θεώ, ακόμα δεν έχω, και ελπίζω να μην αποχτήσω ποτέ μου. Τα λεωφορεία μ’ εξυπηρετούν με το παραπάνω, μολονότι κι αυτά έχουν γίνει ολωσδιόλου αγνώριστα τελευταία. Τα τραμ ήταν καλύτερα, μα δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν. Ελπίζω όμως ν’ αποχτήσει αυτοκίνητο όλος ο καλός κόσμος, καθώς και τηλεόραση, κι έτσι ν’ αδειάσουν ακόμα πιο πολύ δρόμοι, πεζοδρόμια, πλατείες και σινεμά απ’ τη λαπαδιασμένη παρουσία τους. [...]

 

Περπατώ στους δρόμους και κάθε τόσο ενθουσιάζομαι. «Θεέ μου» λέω «γιατί να μη μας δίνεις περισσότερη ζωή και νιάτα;» Όσο βαριά στεναχώρια κι αν έχω, μ’ ένα καλό περπάτημα σε δρόμους εγγυημένους αλαφρώνει. Προσπαθώ, συνήθως, να κλείνω το βράδυ μου γυρνώντας στο σπίτι από την Εγνατία. Πολλές φορές, κι όταν ακόμα δεν μου ταιριάζει το δρομολόγιο, λοξοδρομώ προκειμένου να περάσω από κει. Και γιατί τάχατες να βιάζομαι να φτάσω στο σπίτι; Τί το σπουδαίο έχω να κάνω; Εκείνη την ώρα, βέβαια, πολλή κίνηση σε πεζούς ο δρόμος δεν έχει. Εκτός κι αν συμβαίνει κανένα έκτατο γεγονός: ματς ή κινητοποίηση. Κάτι άλλο υπάρχει όμως που μου παίρνει την ψυχή. Είναι οι πολλές μοτοσικλέτες που περνούν τρέχοντας αστραπιαία, ιδίως προς τα δυτικά, θαρρείς για να προλάβουν αυτοί που τις κυβερνούν τον έρωτα ή τον ύπνο. Κοντοστέκομαι στο πεζοδρόμιο θαυμάζοντας. «Όπου και να χτυπήσουν, θα τραυματιστούν», συλλογιέμαι. Κι αυτό δεν το λέω ούτε με φόβο, ούτε, φυσικά, με οίκτο, αλλά σχεδόν με βαθύ σεβασμό. Άλλωστε, κι αυτοί καλά ξέρουν τους κινδύνους. Πιάνω θέση δίπλα σε φανάρι της τροχαίας, περιμένοντας δήθεν για να περάσω. Όταν ανάβει το κόκκινο, όλοι μαζί σταματούν, ακόμα και μπροστά μου. Είναι συνήθως συμπαθέστατοι και πάντα γεροδεμένοι. Άλλοι είναι χωρικοί, κι άλλοι δικά μας σαΐνια, εργάτες. Ξέρω καλά τί έκαναν και πού τώρα πηγαίνουν. Γι’ αυτό γυρνούν στα σπίτια τους σα μεθυσμένοι, κρατώντας γερά στα σκέλια τους τις μηχανές. Δεν τους περιμένει εκεί ούτε ξεραΐλα ούτε και μοναξιά.

Αυτό το πράγμα, μάλιστα — πολύ θα το ’θελα. Αυτό τ’ αλλάζω με την τωρινή μου μοίρα. Με μια βαριά μοτοσικλέτα ν’ αλωνίζω πόλη και προάστια. Να περνώ σαν τη σαΐτα και να σταυροκοπιούνται με δέος όλοι οι νοικοκυράκηδες. Κι από πίσω να ’ρχεται μ’ ορυμαγδό όλη η παρέα. Να ξεπεζεύουμε όπου μας κάνει κέφι, είτε στα πάρκα είτε στα σκυλάδικα, παραμερίζοντας σκληρά κάθε τι που εμποδίζει και πνίγει τους ανθρώπους που έχουν δυνάμεις για ξόδεμα.

[πηγή: Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, Κέδρος, Αθήνα 121988, σ. 96-98]

εικόνα