Τάκη Σινόπουλου, «Νεκρόδειπνος»

Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τί ήμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,

χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι απ’ τα παράθυρα έμπαινε

δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και

παράθυρα, καθρέφτες ώς τον κάτου κόσμο. Κι ήρθανε ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Κονταξής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ’ άλογα κι η μέρα όπως ελόξευε σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Μπίλιας, ο Γουρνάς, γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι ο Φάκαλος, βαστούσανε
το μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό,
στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε
παντού βροχή και ξύλο, κι άναψαν,
μονάχα που άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χαρούμενα τους φώναξα.

Ήρθε ο Σαρρής, ο Τσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Τορέγας, ο

Το μούτρο του ξινό, σημαδεμένο απ’ τη βλογιά, στην Άκοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια του, ματώσανε, μου μίλησε για την ακολασία και το μαρτύριο, τόσο σκοτεινός που τρόμαξα, γλιστρώντας πήρα τον κατήφορο.

Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο Χ και το ’ξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε

κι άκουγες ωχ και τίποτ’ άλλο. Κι ήρθανε

πολλοί. Μπροστά τους ο Τζαννής, ο Παπαρίζος, ο Ελεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Κωνσταντόπουλος — σε τί εκκλησιές τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τί χώματα.

Τότε τον βοήθησα να βγει, πεσμένος στο χαντάκι ανάσκελα, τον κράτησα και μου ’μεινε στα χέρια κι η γυναίκα του τον άλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον κήπο, απομεσήμερο, της μίλησα που πέθανε, γιομάτο σκοτεινό κορμί, πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύχτα καιρό τα δάση λάμπανε κι οι ρίζες λάμπανε, η φωνή δεν έσβησε χρόνια και χρόνια και.

Φεγγάρι φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυργώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα περιμένετε, και χάραζε ένα τόσο φως.

Ήρθανε γέροι και παιδιά.

Μες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά.
Οι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ’ το σώμα τους.
Και τα παιδιά,
βαστώντας το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα μάτια τους
η καταφρόνια κι η φοβέρα, μήτε μίλησαν.

Χαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζοντας, ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε;

Τόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι άλλα κομένα σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες φεύγοντας,

σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,

φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι, χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες

κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι ανάμεσα

κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Κι ήρθανε

η Λίτσα κι η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Ντόνα κι η Νανά, ψιλές σαν άχερο, η Ελένη ακόμα χλόη το χνούδι της,

δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές
μικροί χαμένοι ποταμοί.

Κι ένα πρωί,

το δέντρο το πρωί που ξύπνησα ήταν όλο πράσινο, τόσο πολύ τ’ αγάπησα που ανέβηκε στον ουρανό.

Κι εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου, γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλεκαμοί κι άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι και νυφούλες και,

δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνέχεια το γλαυκό. Κι ανάμεσά τους ήρθαν

ο Γιάννης ο Μακρής, ο Πέτρος ο Καλλίνικος, ο Γιάννης ο κουτσαίνοντας.

Καθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε το σουγιά του ο Ρούσκας, έκοβε το χόρτο, μόλις φύτρωνε.

Κι ο κάμπος καταχνιά. Κι ερχόταν άνοιξη, την άκουγες. Μια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός.

Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Κι από την Πελοπόννησο ώς την Λάρισα
βαθύτερα ώς την Καστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Ελλάδα σύντομη ανασαίνοντας —
Πάσχα στην έρημη Κοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.

Βαστώντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας,
ο Μπακρυσιώρης, ο Αλαφούζος, ο Ζερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Κοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Το φως πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Τα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Τζεπέτης, ο Ζαφόγλου, ο Μαρκουτσάς,
στρωθήκανε στο μπάγκο και
στην άκρη ο Κωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του.

Σιγά σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.

Σιγά σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.

Στερνή φορά τους κοίταξα, τους φώναξα.

Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι απ’ τα παράθυρα έμπαινε —

Πώς μ’ ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.

Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ’ άνθη πολλά
στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.

Από τη συλλογή Νεκρόδειπνος (1972)

[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή ΙΙ. 1960-1980, Ερμής, Αθήνα 21997, σ. 73-78]

εικόνα