Τάκη Σινόπουλου, «Σημειώσεις, VI»

Καρφώνοντας χαρτιά στον τοίχο δαιμονίστηκα άλλη μια φορά με τούτη την άγνωστη πόρτα. Στο διάβολο την άνοιξα ήταν ψεύτικη πίσω απ’ αυτήν ο τοίχος συνεχίζεται και κάτι εφημερίδες του ’44 πετάχτηκε ένας πόντικας με τρόμαξε τον τρόμαξα.

Ώρα να κατεβώ στην αγορά. Μελάνι και λοιπά χρειαζούμενα. Εκτός αυτών ν’ αγοράσω ένα καθρέφτη για το ξύρισμα. Κι ένα μικρό ποταμάκι να πλένω κάθε νύχτα τον εαυτό μου προ του ύπνου. Έτσι πηγαίνω καθαρός στα όνειρα.

Στο μεταξύ

να γράψω μια παράγραφο για τη συμπεριφορά του Κίμωνα προς την Αικατερίνη Χρήστου χρησιμοποιώντας για πλάγιο φωτισμό τον Χριστόφορο Χρήστου και τα λόγια του ένα απόγευμα καταστροφής προς την ήδη νεκρή Ιωάννα της οποίας η περιπέτεια καταγράφεται αρχικά στο πρώτο ποίημα του «Μεταίχμιου» κι ο τάφος υπάρχει στο IV των «Ασμάτων» δίπλα στο Φίλιππο — μη μου μπερδέψετε πρόσωπα-ονόματα.

Να γράψω μια παράγραφο-παραλογή για τον Χριστόφορο. Να την εντάξω στην αρχή του ποιήματος εικόνα δεύτερη.

Και τέλος πάντων πρέπει να τελειώνω κάποτε μ’ αυτούς τους νεκρούς έτσι που συνεχώς αυξαίνουν κατάντησα σωστό νεκροταφείο.

Ν’ αγοράσω λοιπόν ένα καθρέφτη.

Με τον καθρέφτη μου να καθρεφτίσω το άπειρο.

Με το ποτάμι μου να φτιάξω ένα αληθινό ποτάμι.

Να πελεκήσω πέτρες.

Τότε από την πόρτα ξαφνικά με φόρα η Κατερίνα. Χαίρε το πολυπόθητο όργανο τ’ αγαπημένα μάτια. Οργίζεται. Κοίτα μου λέει δεν ξέρω τί σκαρώνεις με τους άλλους. Όμως εγώ γυρεύω να ’χω το δικό μου τ’ όνομα και το δικό μου το κορμί. Κατάλαβες;

Υπόσχομαι καθώς κοιτάζω το (όνειρο) κορμί της φεύγει χάνεται μέσα στο χρονικό.

Να ομολογήσω πως (έτσι μεσημεριάτικα).

Άσε καλύτερα.

Να πελεκήσω πέτρες.

Από τη συλλογή Το χρονικό (1975)

[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή ΙΙ. 1965-1980, Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 112-113]

εικόνα