Aφαιρετική απόλυτη

(participium absolūtum)

 

3) επιρρηματική, (που δηλώνει χρόνο, αιτία, υπόθεση, παραχώρηση, κ.τ.τ.). Η μετοχή αυτή όπως και στην αρχαία Ελληνική είναι:

α´) συνημμένη (participium coniunctum). δηλ. υποκείμενο της είναι όνομα που ανήκει στην πρόταση την οποία προσδιορίζει: omme malum mascens facile opprimitur κάθε κακό που γεννιέται (= στη γένεσή του) εύκολα καταβάλλεται mendaci homini ne verum quidem dicenti credere solemus στον άνθρωπο τον ψεύτη ούτε όταν λέγει την αλήθεια συνηθίζουμε να πιστεύουμε.

β´) απόλυτη (participium absolūtum), έχει δηλ. υποκείμενο όνομα που δεν ανήκει στην πρόταση την οποία προσδιορίζει. Aυτή κανονικά εκφέρεται με αφαιρετική, γι' αυτό λέγεται ablativus absolutus (αφαιρετική απόλυτη αντίστοιχη προς τη γενική απόλυτη της αρχαίας ελληνικής): Solon et Pisistratus Scrvio Τullio regnante viguerunt ο Σόλων και ο Πεισίστρατος έχουν ακμάσει όταν ήταν βασιλιάς ο Σερούϊος Τύλλιος.

[πηγή: Λατινική Γραμματική Β, Γ Λυκείου]

Πρβλ. και συμπληρωματικές παρατηρήσεις από το Βιβλίο του Καθηγητή

[Λατινικά Λυκείου, Βιβλίο του Καθηγητή]