Γλωσσάριο
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟαποδιοπομπαίος τράγος: Η φράση προέρχεται από την παράδοση των Εβραίων, οι οποίοι κάθε 7 χρόνια φόρτωναν τελετουργικά όλα τους τα αμαρτήματα σε έναν τράγο, τον οποίο στη συνέχεια έδιωχναν μακριά από την πόλη, στην έρημο. Μαζί του συμβολικά έδιωχναν και τα αμαρτήματα. Σήμερα η φράση αποδίδεται σε όποιον θεωρούμε υπεύθυνο για ό,τι κακό μας συμβαίνει.αυτάρκης οικονομία (κοινωνία): Ονομάζεται η κοινωνία η οποία μπορεί να καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της με ό,τι παράγει στο πλαίσιό της και δείχνει να μην εξαρτάται καθόλου από την αγορά. βέτο: Άρνηση επικύρωσης μιας απόφασης. γαμηλιότητα: Στατιστικός μέσος όρος που δείχνει τη συχνότητα των γάμων ανά 1.000 κατοίκους. γενεαλογική γραμμή: Οι πρόγονοι από τη μεριά του πατέρα (γενεαλογική ανδρική γραμμή) ή οι πρόγονοι από τη μεριά της μητέρας (γενεαλογική γυναικεία γραμμή). γκέτο: Παλαιότερα ο όρος προσδιόριζε την περιτειχισμένη και απομονωμένη εβραϊκή συνοικία των ευρωπαϊκών πόλεων. Σήμερα προσδιορίζει το τμήμα μιας πόλης στο οποίο ζει περιθωριοποιημένη μια μειονότητα. γονιμότητα: Στατιστική αναλογία αριθμού γεννήσεων γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας σε δεδομένη χρονική περίοδο. Ο όρος «γονιμότητα» προτιμάται από τον όρο «γεννητικότητα» (ιδίως για συγκριτικές αναλύσεις), αφού ο τελευταίος, ο οποίος δείχνει τις γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, επηρεάζεται σημαντικά από την ηλικιακή δομή ενός πληθυσμού. δείγμα οτρωματοποιημένο: Η κατηγοριοποίηση των μελών του πληθυσμού με βάση ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά (στρώματα) και η επιλογή δείγματος από κάθε επιμέρους ομάδα (στρώμα) του πληθυσμού χωριστά. διάμεσο ισοδύναμο ειοόδημα των νοικοκυριών: Η διάμεση τιμή του συνολικού εισοδήματος (από εργασία, περιουσία, κοινωνικές παροχές, συντάξεις κ.ά.) όλων των τύπων νοικοκυριών της χώρας σταθμισμένου ανάλογα με το μέγεθος και τη σύνθεση των νοικοκυριών (ενήλικες, παιδιά κτλ.). Η διάμεση τιμή είναι η τιμή που χωρίζει την κατανομή του εισοδήματος των νοικοκυριών σε δύο ίσα μέρη. εκκοσμίκευση: Η απομάκρυνση της κοινωνίας από την κηδεμονία θρησκευτικών θεσμών και συμβόλων. Η εκκοσμίκευση περιλαμβάνει τη νομική, τη θεσμική και την πολιτισμική πλευρά της κοινωνίας και εκδηλώνεται με τα εξής χαρακτηριστικά: τη χειραφέτηση των πολιτών και των συλλογικών αναπαραστάσεών τους από κάθε θρησκευτική αναφορά, τη συγκρότηση τομέων γνώσης ανεξάρτητων από τη θρησκεία, την αυτονόμηση της συμπεριφοράς των ατόμων από τις θρησκευτικές επιταγές. ερωτήσεις κλειστού και ανοικτού τύπου: Οι ερωτήσεις κλειστού τύπου είναι αυτές στις οποίες ο ερωτώμενος απαντά επιλέγοντας μεταξύ προκατασκευασμένων απαντήσεων (π.χ. Ναι/Όχι/Δε Γνωρίζω ή Συμφωνώ απόλυτα/Απλώς συμφωνώ/ Ουδέτερος/Απλώς διαφωνώ/Διαφωνώ απόλυτα). Οι ερωτήσεις ανοικτού τύπου είναι αυτές στις οποίες ο ερωτώμενος είναι ελεύθερος να απαντήσει όπως εκείνος κρίνει. ζάντρουγκα: Ο όρος αναφέρεται σε μια μεγάλη οικογένεια σλαβικού τύπου (συναντάται σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων) που διέπεται από συλλογικότητα, αλληλοβοήθεια και ισονομία. Η ζάντρουγκα ήταν οργανωμένη στο πρότυπο μιας ολοκληρωμένης μικροκοινωνίας που, χάρη σε έναν ιδιοφυή συνδυασμό γεωργίας, κτηνοτροφίας και οικιακής βιοτεχνίας, μπορούσε να προνοήσει για το σύνολο των αναγκών των μελών της. θεομοθετημένος φορέας: Ο φορέας που χρησιμοποιεί τυπικές στρατηγικές (π.χ. κράτος, δικαιοσύνη) για να ρυθμίσει τη συμπεριφορά των ατόμων. ιμπεριαλιομός: Η επεκτατική πολιτική ενός ισχυρού κράτους έναντι άλλων χωρών, η οποία μπορεί να έχει τη μορφή είτε της εδαφικής κατάκτησης είτε ακόμη της οικονομικής, πολιτικής |
Κοινωνιολογία
και πολιτιστικής κηδεμονίας. καινοτομία: Στον καθημερινό λόγο η λέξη σημαίνει την εισαγωγή καινούργιων μεθόδων, καινούριων μορφών ενέργειας, καινούριων πρακτικών, καινούριων σχέσεων κτλ. Στη θεωρία του Μέρτον «καινοτομία» είναι μια μορφή κοινωνικής προσαρμογής, όπου το άτομο αποδέχεται τους κοινωνικά προσδιορισμένους σκοπούς (π.χ. της επιτυχίας), αλλά δεν ακολουθεί τους κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους (π.χ. σκληρή εργασία κτλ.) προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς αυτούς. Αντίθετα, ακολουθεί νέους, εναλλακτικούς τρόπους (π.χ. κλοπή) που τον οδηγούν σε παραβατική συμπεριφορά. κεφαλοχώρι: Υποβαθμισμένη μορφή της παλιάς βαλκανικής κοινότητας* στο πλαίσιο της οποίας αναπτύχθηκαν από αιώνες παραδειγματικοί πολιτικοί και κοινωνικο-οικονομικοί θεσμοί στη βάση μιας ευρείας διοικητικής αυτονομίας. Όμως η ανάπτυξη του συγκεντρωτικού κράτους δεν επέτρεψε τη συνέχιση της διοικητικής αυτονομίας των κοινοτήτων. Κατ' αυτό τον τρόπο το κοινοτικό σύστημα ατόνησε και δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τις βασικές λειτουργίες πάνω στις οποίες στήριζε ανέκαθεν τη δύναμή του: δηλαδή το συνδυασμό συλλογικής και ιδιωτικής παραγωγής αγαθών, τη συντονισμένη ανάπτυξη γεωργίας, βιοτεχνίας και εμπορίου και, τέλος, την αυτοδιαχείριση. κλειστό ίδρυμα: Όρος που εισήγαγε ο Έρβιν Γκόφμαν, για να χαρακτηρίσει τον τόπο κατοικίας και απασχόλησης ενός μεγάλου αριθμού ατόμων που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση και τα οποία, ξεκομμένα για μια σημαντική χρονική περίοδο από την ευρύτερη κοινωνία, ζουν μαζί υπό συνθήκες περιορισμένης και απόλυτα οργανωμένης διαβίωσης. Νοσοκομεία, οικοτροφεία, στρατώνες, φυλακές, μοναστήρια κτλ. είναι περιπτώσεις κλειστών ιδρυμάτων. κοινό: Σύνολο ατόμων που εκδηλώνουν κοινά ενδιαφέροντα ή συμφέροντα την ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο. Η φυσική γειτνίαση των ατόμων δεν είναι ουσιώδες γνώρισμα της έννοιας του κοινού. κοινότητα- κοινωνία: Οι έννοιες καθιερώθηκαν, από τον Φ. Τάνις (F. Toennies) ο οποίος θεωρεί ότι αυτό που χαρακτηρίζει την κοινότητα είναι οι προσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις μεταξύ των μελών της, ενώ αυτό που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των μελών της κοινωνίας είναι το προσωπικό όφελος. Η εκβιομηχάνιση επιτάχυνε τη μετάβαση από την κοινότητα στην κοινωνία, από τις συναισθηματικές σχέσεις των ατόμων στις σχέσεις που ρυθμίζονται με βάση το συμφέρον. κοινωνική ανθρωπολογία: Η κοινωνική ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία είναι όροι που δεν προσδιορίζουν στην πραγματικότητα διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Η διαφορά τους είναι ότι η κοινωνική ανθρωπολογία επικεντρώνεται στη μελέτη αγροτικών ή ελάχιστα διαφοροποιημένων κοινωνιών, ενώ η κοινωνιολογία μελετά κοινωνίες σύνθετες ή κατά πολύ διαφοροποιημένες. Η πρώτη χρησιμοποιεί κυρίως ποιοτικές μεθόδους ενώ η κοινωνιολογία ποσοτικές μεθόδους βασιζόμενη στις εθνικές στατιστικές. κοινωνική θέση: Η κοινωνική θέση ορίζεται από το βαθμό και το είδος της κοινωνικής δύναμης (σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο) που το άτομο διαθέτει. κοινωνική κινητικότητα: Η μετακίνηση ενός ατόμου από μια κοινωνική θέση σε μια άλλη, σημαίνει και μετακίνηση στο πλαίσιο της κοινωνικής ιεραρχίας. Η μετακίνηση, για παράδειγμα, ενός ατόμου από τη θέση του εμπόρου στη θέση του βιομηχάνου είναι μια περίπτωση ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. κοινωνική πολιτική: Η διορθωτική ή προληπτική παρέμβαση μιας κυβέρνησης στην κοινωνική πραγματικότητα με τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην προαγωγή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η κοινωνική πολιτική περιλαμβάνει την κοινωνική ασφάλιση, την παιδεία, την υγεία και πρόνοια, την απασχόληση και την κατοικία. κουλτούρα: Το σύνολο της πνευματικής δημιουργίας μιας κοινωνίας. Όλες οι κοινωνικές ομάδες έχουν κουλτούρα. Είτε αυτή είναι λαϊκή είτε λόγια. Στις ιεραρχημένες κοινωνίες οι κουλτούρες των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων είναι και οι ίδιες ιεραρχημένες. |
Γλωσσάριο
λόμπι: Ομάδα προσώπων που αναπτύσσουν την πολιτική τους δράση στους προθαλάμους (lobby) του κοινοβουλίου ή των γραφείων των πολιτικών και επηρεάζουν παρασκηνιακά τις πολιτικές αποφάσεις. μαζική επικοινωνία: Η μεταβίβαση μηνυμάτων και πληροφοριών από περιορισμένο αριθμό πηγών σε απεριόριστο αριθμό ανθρώπων. μανιφακτούρα: Παραγωγική μονάδα στην οποία εργάζονταν επαγγελματίες χειροτέχνες. Χειροτεχνικός ήταν και ο τρόπος παραγωγής. μιλιταρισμός: Πολιτική αύξησης της επιρροής της στρατιωτικής δύναμης στη σφαίρα της πολιτικής. Ο μιλιταρισμός οδηγεί στην εγκαθίδρυση της κυριαρχίας των στρατιωτικών και στην υποταγή της πολιτικής, της οικονομίας και του πολιτισμού μιας χώρας σε πολεμικούς σκοπούς. μύθος: Μια συμβολική κατά κανόνα ερμηνεία της πραγματικότητας που προσπαθεί να δώσει ο άνθρωπος με προσφυγή σε αλληγορίες και υπερφυσικές δυνάμεις. πολιτισμική σχετικότητα: Ο όρος δηλώνει ότι τα κοινωνικά φαινόμενα δεν μπορούν να κατανοηθούν και να ερμηνευτούν παρά μόνο στο πλαίσιο του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος που εμφανίζονται. Για παράδειγμα, τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνίας δεν μπορούν να αξιολογηθούν με βάση κάποια γενικά κριτήρια. Η αξία τους είναι σχετική και καθορίζεται από την κοινωνία στην οποία εμφανίζονται και τις συγκεκριμένες λειτουργίες που επιτελούν εντός της. πολιτισμός: Το σύνολο των αξιών, των προτύπων, των θεσμών, των εθίμων, των παραδόσεων, των υλικών και των τεχνολογικών επιτευγμάτων μιας κοινωνίας. πολυσθένεια: Ο όρος που καθιέρωσε ο καθηγητής κοινωνιολογίας Κ. Τσουκαλάς για να προσδιορίσει τους ανθρώπους που ασκούν περισσότερα του ενός επαγγέλματα τα οποία ανήκουν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, όπως για παράδειγμα ένας αγρότης που καλλιεργεί τη γη και συγχρόνως εκμεταλλεύεται μια μικρή τουριστική επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων. πρότυπα συμπεριφοράς: Τρόποι συμπεριφοράς που θεωρούνται αποδεκτοί και με τους οποίους τα άτομα εναρμονίζονται στην καθημερινότητά τους. ρόμικης: «Αθίγγανοι», «Τσιγγάνοι», «Γύφτοι», «Κατσίβελοι», «Τουρκόγυφτοι», «Ρομά» ή «Ρομ» είναι μερικοί όροι που χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν το κομμάτι αυτό του πληθυσμού που διαφοροποιείται σε κάποιο βαθμό (και κυρίως ως προς τις γλωσσικές πρακτικές) από τους υπολοίπους κατοίκους της χώρας. Μερικοί από αυτούς τους όρους είναι ετεροπροσδιορισμοί (χρησιμοποιούνται ως ετικέτες από τους μη τσιγγάνους), ενώ κάποιοι άλλοι είναι αυτοπροσδιορισμοί (χρησιμοποιούνται από τους ίδιους για να προσδιορίσουν τους εαυτούς τους). συλλογική συνείδηση: Η συνείδηση του κοινωνικού συνόλου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη συνείδηση των μελών του, την οποία διαμορφώνει. Σύμφωνα με τον Ε. Ντυρκέμ είναι η «συνείδηση των συνειδήσεων», που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, αποτελεί το θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης και καθορίζει την ατομική συμπεριφορά και τις κοινωνικές σχέσεις. συμβολικό κεφάλαιο: Όρος που καθιέρωσε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Π. Μπουρντιέ προκειμένου να προσδιορίσει το σύνολο των δεξιοτήτων και των πολιτισμικών αγαθών που διαθέτει ένα άτομο. Τα πολιτισμικά αυτά αγαθά μπορεί να έχουν τρεις μορφές: α) προδιαθέσεις, κλίσεις, β) υλικά αγαθά (βιβλία, πίνακες, δίσκοι) γ) θεσμικοί τίτλοι (διπλώματα σπουδών). Ο Μπουρντιέ διέκρινε το συμβολικό κεφάλαιο από το κοινωνικό κεφάλαιο, το οποίο προσδιορίζεται από το δίκτυο των σχέσεων και των γνωριμιών που έχει ένα άτομο, αλλά και από το οικονομικό κεφάλαιο το οποίο προσδιορίζεται από το σύνολο των οικονομικών αγαθών και εισοδημάτων που κατέχει. τελετουργίες μύησης: Τον όρο καθιέρωσε ο εθνολόγος Α. Βαν Ζενέπ (Arnold Van Gennep 1873-1957), προκειμένου να προσδιορίσει τις πράξεις που συνοδεύουν τη μετάβαση ενός ανθρώπου από μια θέση σε μια άλλη. Όλες οι μεγάλες στιγμές της ζωής ενός ανθρώπου (γέννηση, εφηβεία, γάμος, θάνατος κ.ά.) συνοδεύονται |
Κοινωνιολογία
από τέτοιου είδους τελετουργίες. Διακρίνει τρεις στιγμές σε κάθε τελετετουργία μύησης α) τον αποχωρισμό ή την αποκοπή του ατόμου από την προηγούμενη θέση ή κατάσταση, β) το «περιθώριο», που αντιστοιχεί στο διάστημα ανάμεσα στον αποχωρισμό και την ενσωμάτωση, και γ) την ενσωμάτωση κατά την οποία το άτομο επανεντάσσεται στο κοινωνικό περιβάλλον σε νέα κοινωνική θέση και με νέο ρόλο. τσελιγκάτο: Παλιά μορφή συνεταιρισμού μεταξύ διαρκώς περιπλανώμενων ποιμένων (φερέοικων). Το τσελιγκάτο συγκροτείται στη βάση των αρχών της κοινοτικής αμοιβαιότητας και υπό την εξουσία ενός αιρετού αρχιτσέλιγκα με ευρύτατες αρμοδιότητες. τσιφλίκι: Συνδυάζει εκτεταμένες σιτοκαλλιέργειες και κτηνοτροφία χάρη στην εφαρμογή ενός ιδιαίτερου συστήματος αγρανάπαυσης. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κολίγων, η σκληρή εκμετάλλευσή τους και οι αυθαιρεσίες του τσιφλικά συνεργούν ώστε να περιορίζονται στο ελάχιστο οι δυνατότητες επέκτασης του σχηματισμού. υπερπροϊόν: Το πλεόνασμα των προϊόντων που παράγονται και δε χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του παραγωγού, αλλά διατίθεται στην αγορά. φρυκτωρίες: Ήταν στην αρχαιότητα η μετάδοση σημάτων με πυρσούς (φρυκτούς) σε μακρινές αποστάσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας. χάκερ: Το άτομο που σπάζοντας τους κωδικούς ασφαλείας εισέρχεται στα συστήματα πληροφόρησης εταιρειών ή ηλεκτρονικών υπολογιστών διάφορων ατόμων, χωρίς αυτά να έχουν συναινέσει ή να το γνωρίζουν. χωρικό σύστημα: Μικρογραφία της ζάντρουγκας, που έχει ως χαρακτηριστικό του την πολυκαλλιέργεια σε συνδυασμό με την οικόσιτη κτηνοτροφία. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί το σύστημα είναι σαφώς μειονεκτικές εξαιτίας του μικρού μεγέθους της αγροτικής εκμετάλλευσης. |
Βιβλιογραφία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
|