Κοινωνιολογία (Γ΄ Λυκείου - Ανθρωπιστικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή
back next
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

7. ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ






  • Κοινωνίες με ή χωρίς κρατική οργάνωση
  • Μορφές εξουσίας: παραδοσιακή, χαρισματική, ορθολογική εξουσία
  • Συγκρότηση έθνους-κράτους και συστήματα διακυβέρνησης
  • Μορφές υπερκρατικής εξουσίας
  • Οι κοινωνικές βάσεις και τα μοντέλα της εξουσίας
  • Πολιτική συμπεριφορά και κοινωνικοί παράγοντες
  • Πολιτική αλλοτρίωση: αίτια και αντιμετώπιση
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

Εισαγωγή

Η κοινωνιολογία, η ιστορία, αλλά και η κοινωνική ανθρωπολογία έχουν συμβάλει με τις μελέτες τους στη διατύπωση συμπερασμάτων σχετικά με την πολιτική οργάνωση, την ύπαρξη ή την ανυπαρξία σύνθετων κρατικών δομών, συστημάτων διακυβέρνησης, γραφειοκρατίας κ.ά. σε διάφορες κοινωνίες του παρελθόντος ή του παρόντος.
7.1. Κοινωνίες με ή χωρίς κρατική οργάνωση - Θεωρητική προσέγγιση
Στις κοινωνίες χωρίς κρατική οργάνωση υπήρχε ένας αρχηγός, οι αρμοδιότητες του οποίου εξαντλούνταν στην επίλυση των διαφορών ανάμεσα στα μέλη της φυλής ή ανάμεσα στις οικογένειες. Ο αρχηγός δε διέθετε κανένα μέσο επιβολής της τάξης (π.χ. το αντίστοιχο μιας σημερινής αστυνομίας). Το μόνο που διέθετε ήταν το γόητρο, το οποίο του αναγνώριζε η κοινότητα, προκειμένου να διατηρήσει τη συνοχή ανάμεσα στα μέλη της φυλής του. Ο αρχηγός της φυλής, για να εκπληρώσει το ρόλο του ειρηνοποιού, χρησιμοποιούσε τον προφορικό λόγο (εντολές). Το ερώτημα ωστόσο που προκύπτει είναι: ο αρχηγός είχε δύναμη ή εξουσία;
Όσοι μελετούν τις πολιτικές μορφές οργάνωσης της κοινωνίας, όταν αναφέρονται στην έννοια της δύναμης, τη διακρίνουν από

«Ο Καθιστός Ταύρος» («Sitting Bull»). 1831-1890:αρχηγός της φυλής των Ινδιάνων Σιου (www.soc.gr/indians/chiefs/sb.jpg).
Εικ.7.1 «Ο Καθιστός Ταύρος» («Sitting Bull»). 1831-1890:αρχηγός της φυλής των Ινδιάνων Σιου (www.soc.gr/indians/chiefs/sb.jpg).


Πίνακας 7.1. Χαρακτηριστικά των κοινωνιών με ή χωρίς κρατική δομή

Πίνακας
Πηγή: S. Hall, B. Gieben (2003:117).
Κοινωνιολογία

την εξουσία. Η δύναμη αποτελεί στοιχείο όλων των κοινωνικών σχέσεων και προσδιορίζεται ως η ικανότητα των ατόμων ή των ομάδων να επιβάλουν τη θέλησή τους ή να εκφράσουν τα συμφέροντα τους (να διαμαρτυρηθούν, να ασκήσουν πίεση εκεί που πρέπει, να κηρύξουν απεργία κ.ά.). Η εξουσία, αντίθετα, ορίζεται ως η νόμιμη χρήση της βίας (συνήθως από μέρους του κράτους).
Ο Βέμπερ όρισε τη δύναμη ως την ικανότητα άσκησης ελέγχου της συμπεριφοράς. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να παρακινούν τα πλήθη, να επηρεάζουν ή και να αλλάζουν τις απόψεις των ακροατών τους, να «δίνουν ταυτότητα» σε ένα κοινωνικά ανομοιογενές πλήθος, άνθρωποι δηλαδή που είναι προσωπικότητες με μεγάλη επιρροή.
Ένα άλλο είδος δύναμης κατά το Γερμανό κοινωνιολόγο είναι η κοινωνική επιβολή ή η εξουσία. Η εξουσία απαιτεί τη χρήση βίας (καταναγκασμού) ή την απειλή χρήσης βίας για την άσκηση ελέγχου.
Βέβαια, στις οργανωμένες κοινωνίες δυτικού τύπου στις οποίες ζούμε η χρήση φυσικής βίας από ιδιώτη ή ακόμη από οργανωμένη ομάδα είναι παράνομη. Η μόνη αρχή που νομιμοποιείται να ασκήσει βία είναι η κεντρική πολιτική αρχή και οι μηχανισμοί της, στους οποίους εμπιστεύεται το δικαίωμα αυτό. Αυτή η κεντρική πολιτική αρχή είναι το κράτος, που κατέχει, σύμφωνα με τον Βέμπερ, το μονοπώλιο της έννομης βίας. Έτσι, ορίζει το κράτος ως την «κοινότητα των ανθρώπων η οποία αξιώνει (αποτελεσματικά) το μονοπώλιο στη χρήση της νόμιμης φυσικής βίας μέσα σε ένα ορισμένο έδαφος» (Μ. Weber, 1996: 45).

«..όπως επισήμανε ο Βέμπερ το κύρος του κράτους είναι τεράστιο. Από όλες τις κοινότητες είναι η μόνη στην οποία παρέχεται στις μέρες μας η νόμιμη εξουσία πάνω στη ζωή, το θάνατο και την ελευθερία...Σε περίοδο ειρήνης είναι ο σημαντικότερος οικονομικός επιχειρηματίας και ο ισχυρότερος ιθύνων για να επιβάλλει φόρους στους πολίτες. Σε περίοδο πολέμου έχει την απεριόριστη κατοχή όλων των οικονομικών αγαθών στα οποία έχει πρόσβαση...»
(Christian de Montibert, 2000:110) .

Η δημιουργία του κράτους είναι μια διαδικασία συνεχούς ορθολογικοποίησης, της οποίας τα χαρακτηριστικά κατά τον Βέμπερ είναι τα εξής:
• συγκρότηση ενός σώματος μόνιμων και ειδικών υπαλλήλων (γραφειοκρατία),
•ορισμός μόνιμων διαδικασιών διαχείρισης και ελέγχου,
•προσδιορισμός μιας εμφανούς ιεραρχίας αρμοδιοτήτων.
Ο Α. Κοντ θεωρεί ότι το κράτος είναι αποτέλεσμα της αύξησης του μεγέθους των κοινωνιών και κατά συνέπεια της πολυπλοκότητάς τους (όσο πιο μεγάλες πληθυσμιακά είναι οι κοινωνίες τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχουν από σύνθετες δομές διοίκησης). Ο Μαρξ αποδίδει τη γένεση του κράτους στη διαφοροποίηση της κοινωνίας, δηλαδή στο διαχωρισμό αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ιδιοποιούνται το κέρδος από αυτούς που το μόνο που κατέχουν είναι η δύναμη της εργασίας τους. Έτσι το κράτος, σύμφωνα με τον Μαρξ, υπηρετεί τους οικονομικά κυρίαρχους, όποια και αν είναι η μορφή διακυβέρνησής του (δημοκρατία, μοναρχία κτλ.).

«..το κράτος οικοδομείται πάνω σε ένα αίσθημα συντροφικότητας. Τι είναι αυτό το αίσθημα; ...είναι ένα συλλογικό αίσθημα ενότητας, που κάνει αυτούς που κατακλύζονται από αυτό να νιώθουν ότι είναι φίλοι και συγγενείς. Αυτό το αίσθημα είναι διττό. Είναι η συνείδηση ότι ανήκει κανείς στο ίδιο είδος, η οποία αφενός δένει δυνατά μεταξύ τους όσους την έχουν ώστε υπερισχύει όλων των διαφορών που προκύπτουν από τις οικονομικές συγκρούσεις ή τις κοινωνικές διαβαθμίσεις, και αφετέρου τους χωρίζει από όσους δεν ανήκουν στο ίδιο "είδος". Είναι η επιθυμία να μην ανήκει κανείς σε άλλη ομάδα. Η ύπαρξη αυτού του αισθήματος συντροφικότητας είναι το θεμέλιο ενός σταθερού δημοκρατικού κράτους»
(C. Geertz, 2003: 257).
7.1.1 Μορφές εξουσίας
Η κοινωνιολογία ασχολήθηκε εκτενώς με τις έννοιες της πολιτικής κυριαρχίας, του ανταγωνισμού και της εξουσίας, καθώς και με τους τρόπους λειτουργίας μιας δημοκρατίας.
Ο Βέμπερ συνέβαλε σημαντικά στην προσέγγιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βέβαια πολλοί του άσκησαν κριτική, για το λόγο ότι τοποθέτησε στο επίκεντρο της πολιτικής τις έννοιες του ανταγωνισμού, της επιβολής και προπάντων του αγώνα. «Πολιτική σημαίνει αγώνας», ισχυρίστηκε.Το
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

γεγονός ότι μπορεί να αποκλείονται από αυτό τον αγώνα ικανοί υποψήφιοι (οι οποίοι δεν έχουν επιρροή στο κοινό ή στα Μ.Μ.Ε.) δεν ερευνάται επαρκώς από τον Βέμπερ. Ωστόσο, η κριτική αυτή δεν αφαιρεί τίποτα από το κύρος του Γερμανού κοινωνιολόγου, το αντίθετο θα λέγαμε. Η συζήτηση συνεχίζεται, και αυτός είναι στο επίκεντρό της.
Κατά τον Βέμπερ υπάρχουν τρεις τύποι (νομιμοποίησης της) εξουσίας:
α. Η παραδοσιακή εξουσία. Υπάρχουν κοινωνίες (π.χ. φυλετικές) στις οποίες ο αρχηγός δεν εκλέγεται. Η νομιμότητά του προέρχεται από το εθιμικό δίκαιο (δηλαδή από τις συνήθειες και τις παραδόσεις που περνούν από τη μια γενιά στην άλλη). Αυτό το είδος της παραδοσιακής εξουσίας που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του πατέρα-αρχηγού, μπορεί να το συναντήσει κανείς στις εκτεταμένες οικογένειες της αγροτικής κοινωνίας.

Τύποι παραδοσιακής εξουσίας

(Οι φωτογραφίες είναι ευγενική προσφορά των πρεσβειών της Ισπανίας και της Ιορδανίας).

 Χουάν Κάρλος (Juan Carlos), Βασιλιάς της Ισπανίας.
Εικ.7.2α Χουάν Κάρλος (Juan Carlos), Βασιλιάς της Ισπανίας.

Κατά το παρελθόν (18ο αιώνα) οι βασιλείς κυβερνούσαν «ελέω Θεού», ενώ η μεταβίβαση της εξουσίας γινόταν συνήθως ειρηνικά, αφού κανείς δεν μπορούσε να τη διεκδικήσει: οι μόνοι που μπορούσαν να είναι οι επόμενοι άρχοντες ήταν οι απόγονοι του βασιλιά. Σήμερα στην Ευρώπη (Αγγλία, Ισπανία, Βέλγιο κτλ.) οι βασιλείς δεν ασκούν πραγματική εξουσία. Αντίθετα, σε κάποιες άλλες χώρες (π.χ. Ιορδανία, Μαρόκο) οι βασιλείς έχουν ουσιαστικές αρμοδιότητες.
Ο τύπος της παραδοσιακής εξουσίας παρέχει περισσότερη σταθερότητα από αυτόν της χαρισματικής εξουσίας.
β. Η χαρισματική εξουσία. Αυτή η εξουσία βασίζεται σε μια εξαιρετική προσωπικότητα που διαθέτει το «χάρισμα», τον ηρωισμό ή τις ηγετικές ικανότητες. Η χαρισματική εξουσία υπάρχει στη δύναμη «...της συναισθηματικής αφοσίωσης στο πρόσωπο του κυρίου και τα χαρίσματά του, ιδιαίτερα στις υπερφυσικές του ικανότητες.,.τον ηρωισμό του, τη δύναμη του πνεύματος ή του λόγου του...» (M. G. Schmidt, 2000:211). Χαρακτηριστικός τύπος ηγέτη αυτής της μορφής εξουσίας είναι ο προφήτης, ο ήρωας πολέμου, ο δημαγωγός. Η χαρισματική εξουσία ασκείται από ένα πρόσωπο, και είναι πολύ δύσκολο να τη μεταβιβάσει σε κάποιο άλλο. Θεμελιώνεται

Αμπντάλα ΙΙ (Abdullah II bin Al-Hussein), Βασιλιάς του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας.
Εικ.7.2β Αμπντάλα ΙΙ (Abdullah II bin Al-Hussein), Βασιλιάς του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας.

Κοινωνιολογία

αποκλειστικά στην εμπιστοσύνη της κοινωνίας, που αναγνωρίζει κάποιον ως χαρισματικό ηγέτη, και στη συνεχή «επιβεβαίωση» του χαρίσματος αυτού, της ικανότητας του ηγέτη δηλαδή να καθοδηγεί και να πείθει τους «οπαδούς» του. Από τη στιγμή που δεν επιβεβαιώνεται το χάρισμα, η εξουσία του ηγέτη καταρρέει. Για τα μοντέρνα έθνη-κράτη μια χαρισματική προσωπικότητα από μόνη της δεν παρέχει μια σταθερή βάση δύναμης. Παραδείγματα χαρισματικών ηγετών είναι ο Τζον Φ. Κένεντυ, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Νέλσον Μαντέλα, ο Φιντέλ Κάστρο κ.ά.

Χαρισματικοί ηγέτες

E. Βενιζέλος, (Εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse, Ενότητα Ι: Άνθρωπος-Κοινωνία, 1996).
Εικ.7.3α E. Βενιζέλος, (Εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse, Ενότητα Ι: Άνθρωπος-Κοινωνία, 1996).


Φ. Κάστρο (J. L. Shepard & R. W. Greene, Sociology and You, National Textbook Co. 2001)
Εικ.7.3β Φ. Κάστρο (J. L. Shepard & R. W. Greene, Sociology and You, National Textbook Co. 2001).

Μ.Λ. Κινγκ («Οι πρωταγωνιστές», Το Βήμα, 16-6-1992)
Εικ.7.3γ Μ.Λ. Κινγκ («Οι πρωταγωνιστές», Το Βήμα, 16-6-1992).



Ν. Μαντέλα ( Πώς συνδέει τον κόσμο η Ε.Ε, Ευρωπαϊκές Κοινότητες, 1998).
Εικ.7.3δ Ν. Μαντέλα ( Πώς συνδέει τον κόσμο η Ε.Ε, Ευρωπαϊκές Κοινότητες, 1998).

Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

γ. Η ορθολογική εξουσία. Η εξουσία αυτή στηρίζεται στη «νομιμότητα» των θεσμοθετημένων και από κοινού συμφωνημένων νομικών ρυθμίσεων, από τις οποίες αντλούν την εξουσία όσοι την ασκούν. Σε αυτό τον τύπο διακυβέρνησης η δύναμη βρίσκεται περισσότερο στα «γραφεία» παρά στα πρόσωπα που τα στελεχώνουν (τους γραφειοκράτες). Αυτό συμβαίνει διότι όσοι κατέχουν μια θέση στα κυβερνητικά γραφεία αναμένεται να λειτουργούν στη βάση συγκεκριμένων νόμων, κανόνων και ρόλων. Όταν, για παράδειγμα, εκλέγεται νέος πρόεδρος της δημοκρατίας, ο απερχόμενος πρόεδρος γίνεται ιδιώτης και χάνει τα όποια προνόμια του. Η άσκηση των καθηκόντων κάθε ρόλου γίνεται εντός των νόμιμων ορίων, και δε συγχωρείται κατάχρηση εξουσίας. Αρκετοί πρόεδροι, πρωθυπουργοί, εκπρόσωποι του κοινοβουλίου σε διάφορες χώρες έχασαν τη θέση τους λόγω υπέρβασης των ορίων της νομιμότητας.

Τύποι ορθολογικής εξουσίας

Ίντιρα Γκάντι, π. Πρωθυπουργός της Ινδίας (Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό, Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια. τόμος 3, Εκδοτική Αθηνών, 1999).
Εικ.7.4α Ίντιρα Γκάντι, π. Πρωθυπουργός της Ινδίας (Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό, Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια. τόμος 3, Εκδοτική Αθηνών, 1999).
7.1.2 Συγκρότηση του έθνους-κράτους και συστήματα διακυβέρνησης
Τα θέματα που θίγονται σε αυτή την ενότητα σχετίζονται με τις έννοιες του έθνους, του κράτους και των διάφορων συστημάτων διακυβέρνησης.
Τι είναι όμως έθνος και ποια τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του; Είναι ο λαός που κατοικεί στον ίδιο χώρο, είναι η γλώσσα που μιλιέται από μια κοινότητα ανθρώπων, είναι η θέληση των ομάδων να υπάρχουν ως κοινό-
 Κ. Παπούλιας, Πρόεδρος Ελληνικής Δημοκρατίας (Φωτογραφικό Αρχείο της Προεδρίας της Δημοκρατίας).
Εικ.7.4β Κ. Παπούλιας, Πρόεδρος Ελληνικής Δημοκρατίας (Φωτογραφικό Αρχείο της Προεδρίας της Δημοκρατίας).

τητες ή μήπως η κοινή ιστορία που συνδέει τα μέλη μιας εθνικής ομάδας;
Δύο είναι οι διαφορετικές ιδέες περί έθνους που έχουμε κληρονομήσει: η μία προέρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση και σύμφωνα με αυτήν το έθνος ταυτίζεται με το λαό, που ορίζεται ως μια ελεύθερη ένωση με κοινά πολιτικά δικαιώματα όλων όσοι διαμένουν στην εδαφική περιοχή που συγκροτεί το κράτος, ανεξαρτήτως θρησκείας, καταγωγής ή ακόμη και γλώσσας, δηλαδή το έθνος συμπεριλαμβάνει τις μειονότητες.
Η άλλη ιδέα περί έθνους προέρχεται από το κίνημα του Ρομαντισμού (Γερμανία) και σύμφωνα με αυτήν το έθνος ταυτίζεται με το κοινό παρελθόν, την ιστορία και την κοινή παράδοση που συνδέει τα μέλη μιας κοινότητας. Η ιδιότητα του πολίτη στο πλαίσιο αυτής της κοινότητας σφυρηλατείται μέσα από την κοινή καταγωγή και την ιστορία.
Το έθνος-κράτος που θα εξετάσουμε στη συνέχεια δε σχετίζεται ούτε με τις πόλεις-κράτη της αρχαιότητας (π.χ. της Αρχαίας Αθήνας) ούτε με τα φέουδα, που εμφανίζονται στο δυτικο-ευρωπαϊκό μεσαίωνα και τα οποία στηρίζονται στην ύπαρξη ενός κεντρικού ηγεμόνα και στο καθεστώς εκμετάλλευσης των δουλοπαροίκων. Βέβαια οι ιστορικοί συμφωνούν σε γενικές γραμμές ότι τα πρώτα στοιχεία γένεσης του κράτους ανιχνεύονται στο τέλος του Μεσαίωνα και συγκεκριμένα από το 13ο ως το 15ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη ως μια τριπλή αντίδραση στους ηγεμόνες βασιλείς, την εκκλησιαστική δύναμη και τους φεουδάρχες.
Κοινωνιολογία

Ο καινούριος τύπος πολιτικής έκφρασης παίρνει την ονομασία «κράτος» (αν και ο συγκεκριμένος όρος αρχίζει να επικρατεί μετά το 15ο αιώνα). Το κράτος προκύπτει από την επικράτηση του ηγεμόνα-βασιλιά πάνω στους φεουδάρχες και από την ανάπτυξη της αστικής τάξης. Η ανερχόμενη αυτή τάξη, η αστική, προωθεί το ενιαίο συγκεντρωτικό έθνος-κράτος και διευρύνει έτσι την επιβολή της στο οικονομικό και το πολιτικό επίπεδο.
Ιστορικά μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις «γενιές» εθνών κρατών:

1. Η πρώτη «γενιά» κρατών, που διαμορφώθηκαν το 19ο αιώνα - από αντίδραση στις φεουδαρχικές δομές -στη βάση της αρχής των υπηκοοτήτων (π.χ. Γάλλος).
2. Η δεύτερη «γενιά» κρατών εμφανίζεται κατά τον 20ό αιώνα και κτίζεται πάνω στα ερείπια της Γερμανικής, της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γενικότερα, ο Μεσοπόλεμος ήταν μια δύσκολη περίοδος θεμελίωσης νέων κρατών. Κάποια από αυτά τα νέα κράτη αντιστοιχούσαν σε παλιά έθνη που επιβίωσαν χάρη στον πολιτισμό τους και κάποια άλλα «κατασκευάστηκαν» πάνω σε πιο σύνθετες δομές όπως η Γιουγκοσλαβία, που αποτελούσε μια ομοσπονδία επιμέρους «κρατών».
3. Η τρίτη «γενιά» κρατών εμφανίζεται από το 1945 και μετά το τέλος της αποικιοκρατίας. Σε αυτή τη «γενιά» κρατών δεν προηγείται το έθνος του κράτους, αλλά το κράτος έχει ως έργο την οικοδόμηση του έθνους (π.χ. Αλγερία).
4. Η τέταρτη «γενιά» κρατών προήλθε από την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού από το 1989 και μετά (π.χ. Ρωσία, Ουκρανία, Γεωργία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία κτλ.).
Η Ελλάδα, αρχίζει τη συγκρότησή της σε σύγχρονο κράτος το 1830. Η διαδικασία αυτή τελείωσε το 1947 με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων (Συνθήκη Παρισίων). Η διαδικασία δημιουργίας κρατών συνεχίζεται σε πολλά μέρη του κόσμου, ενώ υπάρχουν ακόμη έθνη που διεκδικούν την εδαφική και κρατική τους υπόσταση (π.χ. Παλαιστίνη).
Επανάσταση του 1821: απαρχή συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Πίνακας Θ. Βρυζάκη (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1975).
Εικ.7.5 Επανάσταση του 1821: απαρχή συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Πίνακας Θ. Βρυζάκη (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1975).


Ποιος κυβερνά στο πλαίσιο του κράτους και τι σημαίνει διακυβέρνηση; Μπορούν οι πάντες να κυβερνήσουν;
Η έννοια της διακυβέρνησης άλλαξε περιεχόμενο στο πέρασμα των αιώνων και η αλλαγή αυτή σχετίζεται με συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες.
Αρκετοί στοχαστές θεωρούν την εμφάνιση του χριστια-

«Αν γνώριζα κάτι που θα μπορούσε να με ωφελήσει, αλλά που θα έβλαπτε την οικογένεια μου, θα το απέρριπτα.Αν γνώριζα κάτι που θα ωφελούσε την οικογένεια μου, αλλά όχι την πατρίδα μου, θα προσπαθούσα να το ξεχάσω.
Αν γνώριζα κάτι που θα ωφελούσε την πατρίδα μου, αλλά θα έβλαπτε την ανθρωπότητα, θα το θεωρούσα έγκλημα»
(C.-L. Montesquieu, 16891755)


νισμού μια τομή στη σκέψη της πολιτικής επιστήμης (μια τομή μετά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη), ενώ πολλοί χαρακτήρισαν το χριστιανισμό ως άρνηση της πολιτικής και της κοσμικής εξουσίας, αφού έδινε τα πρωτεία στο πνεύμα και στην ύπαρξη του Θεού
Το σύστημα διακυβέρνησης που συναντάται στα σύγχρονα κράτη και το οποίο προϋποθέτει τη διαρ-
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

κή συμμετοχή του πολίτη είναι η δημοκρατία (δήμος+κράτος). Η δημοκρατία στην αρχική της εκδοχή στην Αρχαία Ελλάδα είναι γνωστή ως άμεση δημοκρατία (συμμετοχή όλων των ελεύθερων πολιτών στη λήψη των αποφάσεων). Στα σύγχρονα, πολυπληθή και πολυπολιτισμικά κράτη αυτός ο τύπος δημοκρατίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί, γι' αυτό συναντάται ο αντιπροσωπευτικός τύπος. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ορίζεται ως η πολιτική μορφή διακυβέρνησης στην οποία ο λαός ασκεί έμμεσα την εξουσία διά των εκλεγμένων αντιπροσώπων του

Ελληνικό Κοινοβούλιο: θεσμός αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. (Φωτογραφικό Αρχείο της Βουλής των Ελλήνων, 2005).
Εικ.7.6 Ελληνικό Κοινοβούλιο: θεσμός αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. (Φωτογραφικό Αρχείο της Βουλής των Ελλήνων, 2005).

Στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας η βούληση του λαού μπορεί να αποτυπωθεί και με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, που θα μπορούσε να

Α. Πινοσέτ (Χιλή, 1973-1990) (Εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse, Ενότητα Ι: Άνθρωπος - κοινωνία, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2001).
Εικ.7.7α Α. Πινοσέτ (Χιλή, 1973-1990) (Εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse, Ενότητα Ι: Άνθρωπος - κοινωνία, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2001).

να εκληφθεί ως μια μορφή άμεσης δημοκρατίας.
Η ιδεώδης διαδικασία θεμελίωσης της δημοκρατίας περιλαμβάνει:
• την αρχή της αντιπροσώπευσης,
• τη διοίκηση που υπηρετεί τη γενική βούληση,
• τη διαφάνεια στην άσκηση της εξουσίας,
• τη διάκριση των εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική).
Στον αντίθετο πόλο από τη δημοκρατία βρίσκεται ο ολοκληρωτισμός. Σε αυτό το σύστημα μόνο ένας, ο κυβερνήτης, κατέχει απόλυτη δύναμη και δυνατότητα ελέγχου όλης της κοινωνίας. Μία από τις μορφές του ολοκληρωτικού καθεστώτος είναι η δικτατορία, η οποία αποτελεί αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης, που στηρίζεται στη βία. Τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού είναι τα εξής:

• η επιβολή μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας,
• η ύπαρξη μονοκομματισμού,
• η ύπαρξη ενός οργανωμένου σχεδίου εκφοβισμού των πολιτών,
• ο απόλυτος έλεγχος του στρατού,
• ο απόλυτος έλεγχος των μέσων επικοινωνίας,
• η ελεγχόμενη και προγραμματισμένη από το κράτος, οικονομία.
Το αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης δεν απέχει και πολύ από τον ολοκληρωτισμό και περιλαμβάνει έναν κυβερνήτη (όχι απαραίτητα αιρετός) ο οποίος, ενώ επιτρέπει έναν κάποιο βαθμό ατομικής ελευθερίας, δεν επιτρέπει τη λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση. Παράδειγμα αυταρχικού ηγέτη ήταν ο Σάχης της Περσίας.

Δικτάτορες – πρωταγωνιστές στην ανατροπή δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων

Α. Πινοσέτ (Χιλή, 1973-1990) (Εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse, Ενότητα Ι: Άνθρωπος - κοινωνία, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2001).
Εικ.7.7β Γ. Ζωιτάκης, Σ. Πατάκος και Γ. Παπαδόπουλος, (Ελλάδα). (Φιλοασοφία και Κοινωνικές Επιστήμες, Εκδοτική Αθηνών, 1997.

Κοινωνιολογία

«Ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία στις αρχές του 1930 και αποτελεί ένα παράδειγμα ηγέτη ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ο Χίτλερ και το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του είχαν όλη τη δύναμη ασκώντας απόλυτο έλεγχο μέσω της Γκεστάπο, της μυστικής αστυνομίας, και των ομάδων SS, που τρομοκρατούσαν και τους πολιτικούς αντιπάλους του Χίτλερ αλλά και τους απλούς Γερμανούς πολίτες. Ασκούσαν έλεγχο σε όλα τα μέσα επικοινωνίας, το στρατό και γενικότερα τις ένοπλες δυνάμεις, ενώ η ναζιστική γερμανική οικονομία περιελάμβανε στρατηγικές για οργάνωση της παραγωγής, οργάνωση των εργοστασίων, καταναγκαστική εργασία» (J. Shepard, R.W. Greene 2001:430).


Βέβαια, η κατάταξη των συστημάτων διακυβέρνησης δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Έχει παρατηρηθεί ότι στοιχεία κάποιου συστήματος διακυβέρνησης μπορεί να ενυπάρχουν σε άλλο σύστημα δομικά διαφορετικό. Σύμφωνα με τον πολιτικό κοινωνιολόγο Ρ. Μίκελς, στοιχεία αυταρχισμού μπορεί να εμφανιστούν με την πάροδο του χρόνου και κάτω από ορισμένες συνθήκες και σε δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης. Αλλά και αντίστροφα, στοιχεία δημοκρατίας μπορεί να εμφανιστούν και σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως για παράδειγμα, το δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της μοναρχίας που διεξήχθη το 1973 κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα.
7.1.3 Μορφές υπερκρατικής εξουσίας - Ευρωπαϊκή Ένωση
Εκτός από τις κρατικές πολιτικές εξουσίες υπάρχουν και υπερκρατικές. Μια μορφή υπερκρατικής εξουσίας αποτελεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τα κράτη της Ευρώπης έθεσαν ως προτεραιότητα τη μεταξύ τους συνεργασία με σκοπό την ευημερία των πολιτών, την αποφυγή των πολέμων και τη διασφάλιση της ειρήνης. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας υπήρξε η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η υπερκρατική αυτή εξουσία προσπαθεί να οργανώσει την αγορά των επιμέρους ευρωπαϊκών κρατών, ώστε αυτές οι εθνικές αγορές να λειτουργούν ανταγωνιστικά προς την παγκόσμια αγορά. Αρχικά ο καπιτα-

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: θεσμός υπερκρατικής αντιπροσώπευσης των κρατών (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Το κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Ελλάδα, 2000).
Εικ.7.8 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: θεσμός υπερκρατικής αντιπροσώπευσης των κρατών (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Το κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Ελλάδα, 2000).



λισμός λειτούργησε στο πλαίσιο του έθνους-κράτους, γιατί ήταν αναγκαία η κρατική προστασία της εθνικής αγοράς για την εδραίωσή του. Η τάση όμως του κεφαλαίου -βιομηχανικού, εμπορικού, χρηματιστηριακού- για μεγιστοποίηση των κερδών το ωθεί προς την κατάκτηση νέων αγορών. Κατ' αυτό τον τρόπο δημιουργείται η ανάγκη άρσης των εθνικών περιορισμών και κατάργησης των προστατευτικών για τις εθνικές οικονομίες πλαισίων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), που ξεκίνησε ως οικονομική συνεργασία, μετεξελίσσεται σε θεσμό πολιτικής ενοποίησης των κρατών της Ευρώπης (κοινή εξωτερική πολιτική, κοινή αγροτική πολιτική κτλ.). Στην Ε.Ε. αναπτύσσονται θεσμοί αντιπροσώπευσης των εθνών (π.χ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), εκτελεστικά όργανα (π.χ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλια Υπουργών) αλλά και δικαστικά όργανα (π.χ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) τα οποία ασκούν δεσμευτική πολιτική για όλα τα κράτη-μέλη (π.χ. με τους κανονισμούς, τις αποφάσεις). Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο πλαίσιο της Ε.Ε. οδηγούμαστε σε μια υποκατάσταση του έργου των εθνικών κοινοβουλίων.
Ωστόσο, η Ε.Ε. είναι ένας υπό διαμόρφωση υπερκρατικός πολιτικός θεσμός και δεν έχει ακόμη τις εξουσίες του έθνους-κράτους ή μιας ομοσπονδίας πολιτειών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως αντιπροσωπευτικός θεσμός, δεν έχει ανάλογες νομοθετικές αρμοδιότητες. Περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στοιχείο που συνιστά «δημοκρατικό έλλειμμα» και έχει επισημανθεί από πολλούς μελετητές. Οι εξουσίες της Ε.Ε διαμορφώνονται συνεχώς στο πλαίσιο της
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας


Εικ.7.9 Σκίτσο του Γ. Δερμεντζόγλου (Ελληνική Πολιτική Γελοιογραφία, Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2002).
Εικ.7.9 Σκίτσο του Γ. Δερμεντζόγλου (Ελληνική Πολιτική Γελοιογραφία, Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2002).

διεύρνσης, με τη συμμετοχή και άλλων κρατών. Η πολιτική ολοκλήρωση της Ε.Ε. συνεχίζει να αποτελεί βασικό στόχο, παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν από τα αρνητικά αποτελέσματα δημοψηφισμάτων (π.χ. Γαλλία, Ολλανδία) για την επικύρωση του Ευρωσυντάγματος το 2005.
7.2. Κοινωνικές βάσεις της εξουσίας
Η δημοκρατία είναι ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο εκφράζεται η λαϊκή βούληση. Είναι όμως έτσι; Είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο όλοι παίρνουν μέρος στη λήψη των αποφάσεων ή ασκούν εξουσία; Για να το πούμε διαφορετικά, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μια πραγματικότητα ή μια επίφαση;
Σε γενικές γραμμές, στις δημοκρατικές κοινω-

νίες υπάρχουν τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις για την εξουσία και τον έλεγχο που αυτή ασκεί: το μοντέλο των ελίτ, το πλουραλιστικό μοντέλο και το μαρξιστικό μοντέλο.

Το μοντέλο των ελίτ

Βασικοί εκπρόσωποι αυτής της θέσης θεωρούνται ο Β. Παρέτο, ο Ρ. Μίκελς, ο Τσ.Ρ. Μιλς. Σύμφωνα με τον Β. Παρέτο, ελίτ είναι οι πρώτοι, οι διαλεχτοί, οι άριστοι μιας κατηγορίας προσώπων. Ειδικότερα, και σύμφωνα με τον Τσ.Ρ. Μιλς, που πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη του σχετικού μοντέλου, η πολιτική ελίτ αποτελείται από την ηγετική ομάδα που εμφανίζεται ως κύριος φορέας άσκησης της πολιτικής εξουσίας και περιλαμβάνει όχι μόνο αυτούς που παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά και αυτούς που ασκούν αντιπολίτευση και εκφράζουν κατεστημένα συμφέροντα (βλ. πίνακα 7.2).


Πίνακας 7.2. Επαγγελματική απασχόληση της κύριας και της δευτερεύουσας κυβερνητικής ελίτ της Ελλάδας (1974-2001)

Πίνακας

Πηγή: Δ. Μπουρίκος και Δ.Α. Σωτηρόπουλος (2003:111-112)
1. Βουλευτές της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που χρημάτισαν υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί ή υφυπουργοί τρεις ή περισσότερες φορές κατά την περίοδο 1974-2001. Το 82,7% κατέλαβαν αξίωμα υπουργού.
2. Βουλευτές της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που χρημάτισαν υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί ή υφυπουργοί για λιγότερες από τρεις θητείες κατά την περίοδο 1974-2001. Το 28,5% κατέλαβαν αξίωμα υπουργού.
Κοινωνιολογία

Η οικονομική ελίτ αποτελείται κυρίως από διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων, μεγαλομετόχους και υψηλόβαθμα στελέχη των εργοδοτικών οργανώσεων. Αυτή η ελίτ λειτουργεί ως ομάδα πίεσης απέναντι στην πολιτική ελίτ με στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων της, ενώ, στην περίπτωση που νιώσει ότι τα συμφέροντα της απειλούνται, μπορεί να φτάσει μέχρι και στην ανατροπή της κυβέρνησης.
Τέλος, η στρατιωτική ελίτ αποτελείται από τα ανώτερα στελέχη των ένοπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και της αστυνομίας. Ο ρόλος τους είναι τόσο σημαντικός, που εντάσσεται στις γραμμές της ιθύνουσας ελίτ.
Οι ηγέτες των τριών αυτών ελίτ επικοινωνούν μεταξύ τους και αλληλοδιαπλέκονται, καθώς τα συμφέροντά τους είναι ταυτόσημα, πράγμα που οδηγεί σε μια μη εκλεγμένη ολιγαρχία (με εξαίρεση την πολιτική ελίτ), η οποία λαμβάνει όλες τις πολιτικές αποφάσεις και κατευθύνει το εθνικό πεπρωμένο.

Εικόνα

«Με αυτό το σχήμα αποδίδουμε την πυραμίδα της δύναμης του Τσ.Ρ. Μιλς, που περιλαμβάνει τρία επίπεδα. Το Α επίπεδο δείχνει την ομάδα που αποτελείται από την κυβέρνηση, τους στρατιωτικούς και τους διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων. Το Β δείχνει τις διάφορες ομάδες συμφερόντων που κατέχουν ένα μέσο επίπεδο δύναμης. Το Γ επίπεδο δείχνει τη «μαζική κοινωνία», το λαό, που έχει τη λιγότερη δύναμη και ελέγχεται από τα πάνω» (R.G. Braungart, 1976:225).

Το μοντέλο των ελίτ αφορά κυρίως την αμερικανική κοινωνία και δείχνει την καθολική κυριαρχία του οικονομικού παράγοντα πάνω στον πολιτικό. Αυτή η κυριαρχία μετασχηματίζει την πολιτική σε διαχείριση τεχνοδιοικητικής φύσεως, με ό,τι αυτό σημαίνει
για την πλειονότητα των πολιτών. Οι τεχνοκράτες είναι σύμβουλοι σε κυβερνητικά γραφεία που προτείνουν την επίλυση διάφορων κοινωνικών προβλημάτων με βάση οικονομικά δεδομένα, παραγνωρίζοντας έτσι τις κοινωνικές ανάγκες και τις σοβαρές επιπτώσεις αυτής της πρακτικής στη ζωή των πολιτών. Ως εκ τούτου, με το συγκεκριμένο μοντέλο δεν εκφράζεται η λαϊκή βούληση, ενώ μεθοδεύεται η πρόσβαση οργανωμένων συμφερόντων και ισχυρών οικονομικών παραγόντων στην κυβέρνηση, είτε άμεσα είτε έμμεσα (όπως π.χ. μέσω της διαπλοκής και της σύμπλευσης του στρατιωτικού μηχανισμού με τη βιομηχανία όπλων και της από κοινού διαμόρφωσης αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής).

Το πλουραλιστικό μοντέλο

Οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνονται από κάθε είδους συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σ' αυτές και από τους διαφορετικούς τρόπους ζωής γύρω από τους οποίους οι πολίτες οργανώνουν τα συμφέροντά τους. Πολλά κινήματα, κόμματα και διάφορες ενώσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα έχει τη μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνία.
Σύμφωνα με το πλουραλιστικό μοντέλο οι πολιτικές αποφάσεις είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών ανάμεσα σε αυτές τις διαφορετικές ενώσεις και ομάδες συμφερόντων. Καμία από αυτές τις ομάδες δε φαίνεται να κρατά στα χέρια της όλη τη δύναμη, η οποία μάλλον διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία.
Οι θεωρητικοί του πλουραλιστικού μοντέλου (όπως ο Ρ. Νταλ, ο Ρ. Αρόν και ο Τζ. Γκαλμπρέιθ) ισχυρίζονται ότι η δύναμη δια-

Γελοιογραφία του Γ. Δερμεντζόγλου (Ελληνική Πολιτική Γελοιογραφία, Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2002).
Εικ.7.10 Γελοιογραφία του Γ. Δερμεντζόγλου (Ελληνική Πολιτική Γελοιογραφία, Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2002).

Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

χέεται σε διάφορους τομείς, δηλαδή στον πνευματικό, το στρατιωτικό, τον οικονομικό, τον πολιτικό και το διοικητικό τομέα. Οι ελίτ των τομέων αυτών - είτε συνεργάζονται μεταξύ τους είτε ανταγωνίζεται ο ένας τον άλλον - εκφράζουν αιτήματα και πιέσεις της κοινωνικής βάσης. Κάθε ελίτ έχει τη δυνατότητα να ασκήσει βέτο* και να ανατρέψει τις αποφάσεις των άλλων. Έτσι η εξουσία δεν ασκείται μόνο από μια διευθυντική τάξη (το επίπεδο Α της πυραμίδας του Μιλς) αλλά και από τις ελίτ των διαφόρων τομέων, όπως είναι οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς και οι επιστήμονες, οι αρχηγοί του στρατού και της αστυνομίας, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι ηγέτες των εργατικών συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων, οι ανώτατοι υπάλληλοι στη διοικητική εξουσία. Στα πλουραλιστικά πολιτικά συστήματα οι έχοντες εξουσία χαλιναγωγούνται από τους νόμους, ελέγχονται θεσμικά από το κράτος, ενώ φαίνεται ότι οι διάφορες ομάδες συμφερόντων απολαμβάνουν ένα υψηλό ποσοστό αυτονομίας.

Το μαρξιστικό μοντέλο

Η μαρξιστική οπτική θεωρεί ότι τόσο η ελιτίστικη όσο και η πλουραλιστική άποψη συγκαλύπτουν την πραγματικότητα ή ενισχύουν την αυταπάτη της ύπαρξης αυτόνομου πολιτικού πεδίου.
Ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι το κράτος υπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και χάρη στους θεσμικούς μηχανισμούς καταστολής που διαθέτει μπορεί να ασκεί την εξουσία του στα εργατικά στρώματα. Οι κυριότεροι μηχανισμοί καταστολής που χρησιμοποιεί το κράτος είναι η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια, οι φυλακές. Οι μεταγενέστεροι, με επικεφαλής τον Λ. Αλτουσέρ (L. Althusser, 1918-1990), επηρεασμένοι από τη σκέψη του Μαρξ προσέθεσαν στους μηχανισμούς καταστολής και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς με τους οποίους το κράτος αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί, λειτουργούν με βάση την πειθώ και την προπαγάνδα. Σ' αυτούς τους μηχανισμούς κατατάσσουν οι μαρξιστές το σχολείο, την οικογένεια, την κοινωνική ασφάλεια, τον έλεγχο των ανηλίκων παραβατών κ.ά.
Ο πολιτικός ιδεολογικός μηχανισμός υπηρετείται από τα διάφορα κόμματα, ενώ ο ιδεολογικός μηχανισμός πληροφόρησης του κοινού από τον Τύπο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση κτλ. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους επιτρέπουν την αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τον Λ. Αλτουσέρ, επειδή οι μηχανισμοί καταστολής δεν αρκούν για να διασφαλίσουν την ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης.
«Οι Γκλιρ και Όρλεανς [Αμερικανοί κοινωνιολόγοι] γράφουν: "το κράτος είναι μια διακριτή οργάνωση υπεύθυνη για την τάξη στην κοινωνία... υπηρετεί τα συμφέροντα όλων και όχι μόνο αυτά της οικονομικής ελίτ". Στην πραγματικότητα οι επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν τους αξιωματούχους της κυβέρνησης ως θανάσιμους εχθρούς και όχι ως εκτελεστικά όρ-γανά τους. Η ύπαρξη του κράτους είναι μια αναγκαία αλλά όχι ελέγξιμη συνθήκη για την ύπαρξη των επιχειρήσεων τους. Οι επιχειρηματίες είναι επιφυλακτικοί με την κυβέρνηση, αν και εξαναγκάζονται να συνδιαλαγούν μαζί της για την προώθηση των συμφερόντων τους... Η ισχύς των επιχειρηματιών πάνω στην κυβέρνηση...συνδέεται με τη χρήση του τεχνολογικού μονοπωλίου αλλά και με τον επηρεασμό του εκλογικού σώματος...» (B. Chasin και G. Chasin, 1974:42).


«O Φουκώ (M. Foucault, 1926-1984) ισχυρίζεται ότι η εξουσία δεν αποτελεί κτήμα του ατόμου, μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας κοινωνικής τάξης, αλλά κυκλοφορεί μέσα από το κοινωνικό σώμα. Είναι διάχυτη στην κοινωνία μέσα από μια μορφή οργάνωσης, όπου εμπλέκονται όλα τα άτομα, συνίσταται σε τεχνικές που καθυποτάσσουν το σώμα, εξουσιάζουν τις κινήσεις και υπαγορεύουν τρόπους συμπεριφοράς. Εξουσία, λόγος και γνώση είναι τόσο στενά συνδεδεμένα στοιχεία, ώστε ο Φουκώ μιλά για το σύμπλεγμα εξουσίας/γνώσης. Η γνώση παράγει εξουσία και η εξουσία δεν μπορεί να ασκείται χωρίς την ύπαρξη της γνώσης. Από τη σκοπιά αυτή ο Φουκώ θεωρεί ότι η εξουσία δεν έχει μόνο αρνητικό χαρακτήρα (ως καταπίεση, περιορισμός, απαγόρευση), αλλά είναι συγχρόνως παραγωγική με την έννοια ότι κατασκευάζει νέα αντικείμενα γνώσης, νέους λόγους περί αλήθειας»
(Μ. Πετμεζίδου, 2003:25).
Κοινωνιολογία

7.3. Πολιτική συμπεριφορά και κοινωνικοί παράγοντες που την επηρεάζουν
Τα πολιτικά κόμματα και οι ομάδες συμφερόντων στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών συστημάτων, προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες για το δίκαιο των αιτημάτων και των απόψεων τους. Τα κόμματα αποτελούν τους πυλώνες της δημοκρατίας, αφού συμμετέχουν στο σχηματισμό κυβέρνησης και στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης. Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, στηρίζεται συνήθως στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
7.3.1 Πολιτικά κόμματα
Το σύγχρονο πολιτικό κόμμα είναι μια οργάνωση, μια μορφή πολιτικής δράσης οργανωμένης στη βάση συμφωνημένων αρχών, που επιδιώκει την ανάληψη της διακυβέρνησης.
Οι Μπολ και Πέτερς παρατηρούν ότι τα πολιτικά κόμματα διακρίνονται από τρία στοιχεία:
• από τον κοινό στόχο τους, που είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας ακόμα και σε συνεργασία με άλλα κόμματα,
• από ένα βαθμό οργάνωσης,
• από κάποια στοιχεία εξωκοινοβουλευτικής υποστήριξης (συνδικάτα, κινήματα).
Η εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων και του κομματικού συστήματος συμπορεύεται με την εξέλιξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η λειτουργία των κομμάτων στο πλαίσιο της δημοκρατίας συμβάλλει στην πολιτική διαπαιδαγώγηση, αλλά και στην πολιτική ενεργοποίηση ατόμων και ομάδων γύρω από τις αρχές και τα συμφέροντα που τους ενώνουν. Ως εκ τούτου τα κόμματα αποτελούν κύριους χώρους παραγωγής και μεταβίβασης πολιτικών ηθών, είναι δηλαδή φορείς πολιτικής κοινωνικοποίησης.
Έτσι, τα σύγχρονα κόμματα, έχοντας το ρόλο του βασικού διαμεσολαβητή μεταξύ της κοινωνίας και της εξουσίας, αποτελούν τους σταθεροποιητικούς μηχανισμούς του πολιτικού συστήματος, αφού επεξεργάζονται, μορφοποιούν και μετατρέπουν τη λαϊκή βούληση σε πολιτικό λόγο. Αυτός είναι ο δρόμος διαμέσου του οποίου τα αιτήματα του λαού (ή έστω μιας μερίδας του) μετατρέπονται σε πολιτικές αποφάσεις.
Στην Ελλάδα στις εκλογές του 2004 τα κόμματα που εκπροσωπήθηκαν στο εθνικό Κοινοβούλιο είναι η Νέα Δημοκρατία, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ο Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας (βλ. γράφημα 7.1). Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκτός από τα παραπάνω κόμματα, συμμετέχει και ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός(βλ. πίνακα 7.3).

Γράφημα 7.1. Εθνικές εκλογές 2004 - Ποσοστιαία κατανομή ψήφων και εδρών

Εικόνα
Πηγή: Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, 2005 (Επεξεργασία Ν. Πετρόπουλου).
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας


Πίνακας 7.3. Αποτελέσματα ευρωεκλογών 2004

Πίνακας


Θα πρέπει να επισημάνουμε, ενδεικτικά, μία από τις κυριότερες δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας. Παρατηρείται ότι τα κόμματα έχουν επεκτείνει την επιρροή και τον έλεγχό τους σε πολλά κινήματα και σε διάφορες συλλογικές οργανώσεις, έχοντας σε γενικές γραμμές υποκαταστήσει την κοινωνία των πολιτών. Για παράδειγμα, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις, οι γυναικείες οργανώσεις, τα κινήματα ειρήνης ελέγχονται άμεσα από διάφορα πολιτικά κόμματα, γι' αυτό και κάθε κόμμα «έχει» τη δική του γυναικεία οργάνωση ή το δικό του κίνημα ειρήνης. Ο στόχος των κομμάτων δεν είναι άλλος από τη διεύρυνση της εκλογικής τους βάσης και τη διασφάλιση της ιδεολογικής ταυτότητας των μελών τους.

1919: Οι εργάτες διεκδικούν το οκτάωρο από τους εργοδότες, (Sciences Economiques et Sociales, Ed. Bordas, Paris, 1995).
Εικ.7.11α 1919: Οι εργάτες διεκδικούν το οκτάωρο από τους εργοδότες, (Sciences Economiques et Sociales, Ed. Bordas, Paris, 1995).

7.3.2 Ομάδες συμφερόντων
Άλλες μορφές οργανωμένης πολιτικής δράσης είναι οι ομάδες πίεσης ή οι ομάδες συμφερόντων ή τα λόμπι*. Οι θεωρίες για όλες αυτές τις οργανωμένες μορφές πολιτικής δράσης αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του πλουραλιστικού μοντέλου εξουσίας.
Πρόκειται για συνεκτικές κοινωνικές ομάδες που δραστηριοποιούνται οργανωμένα με σκοπό την προώθηση αιτημάτων και συμφερόντων. Η προώθηση των αιτημάτων τους γίνεται μέσω της πίεσης και της επιρροής που ασκούν κατά τις διαδικασίες λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Αν πρόκειται για προώθηση συμφερόντων στη βάση κοινών αντικειμενικών χαρακτηριστικών (π.χ. εργατικά συνδικάτα), θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ομάδες συμφερόντων».

 Γ.Σ.Ε.Ε., Α.Δ.Ε.Δ.Υ., Ε.Κ.Α.: θεσμοί εκπροσώπησης εργαζομένων (Φωτογραφικό Αρχείο Ιστορίας Συνδικάτων («ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ») της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας).
Εικ.7.11β Γ.Σ.Ε.Ε., Α.Δ.Ε.Δ.Υ., Ε.Κ.Α.: θεσμοί εκπροσώπησης εργαζομένων (Φωτογραφικό Αρχείο Ιστορίας Συνδικάτων («ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ») της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας).

Κοινωνιολογία

Αν πρόκειται για προώθηση αιτημάτων στη βάση κοινών αξιών και αντιλήψεων, όπως είναι τα αιτήματα των ενώσεων καταναλωτών ή των οικολογικών οργανώσεων, τότε είναι ακριβέστερος ο όρος «ομάδες γνώμης».
Και οι δύο πιο πάνω ομάδες διαφοροποιούνται από τα πολιτικά κόμματα, καθώς:
α) δε στοχεύουν άμεσα στην κατάκτηση της εξουσίας και
β) δεν ασχολούνται με ευρύτερα πολιτικά θέματα.
Βέβαια, οι ομάδες πίεσης μπορεί να μη στοχεύουν στην κατάκτηση της εξουσίας, εντούτοις όμως μπορούν να μετεξελιχτούν σε κόμματα, όπως συνέβη στην περίπτωση του Κόμματος των Πρασίνων στη Γερμανία, το οποίο αρχικά ήταν μια οικολογική ομάδα.
Οι ομάδες πίεσης συνομιλούν με την εξουσία για θέματα που αφορούν τις νομοθετικές δραστηριότητες χρησιμοποιώντας διάφορες στρατηγικές (αποκλεισμός δρόμων, διαμαρτυρίες, τηλεοπτικά μηνύματα) που συνδέονται με το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται, αλλά και με τη φύση του αιτήματος.
'Οπως και τα κόμματα έτσι και οι ομάδες πίεσης διαμορφώνουν πολιτικές στάσεις και κοινωνικοποιούν πολιτικά ένα άτομο, αφού αυτό μπορεί να συμμετέχει σε μια τέτοια ομάδα μέσα από τις διαφορετικές ιδιότητές του (ως εργαζόμενος, ως καταναλωτής, ως κάτοικος συγκεκριμένης περιοχής, ενδεχομένως ως πολύτεκνος κτλ.) για την προάσπιση των ατομικών και των κοινωνικών συμφερόντων του.
Η λειτουργία των κομμάτων στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και η συμβολή των ομάδων πίεσης στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων αποτελούν κρίσιμα θέματα για την ποιότητα της συμμετοχής και της εκλογικής συμπεριφοράς του πολίτη.
7.3.3 Κοινή γνώμη
Κοινή γνώμη είναι οι επικρατούσες απόψεις μεγάλου μέρους των μελών μιας κοινωνίας σχετικά με θέματα γενικού (δημόσιου) ενδιαφέροντος. Οι απόψεις αυτές σχετίζονται βέβαια με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ατόμων και το είδος της κοινωνικοποίησης που έχουν δεχτεί.
Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την καταγραφή της κοινής γνώμης είναι η σφυγμομέτρηση ή δημοσκόπηση ή γκάλοπ (από το όνομα του Αμερικανού στατιστικολόγου G. Gallup). Η έντυπη και η ηλεκτρονική δημοσιογραφία κατακλύζονται από έρευνες τέτοιου είδους.
Μια σφυγμομέτρηση απαιτεί μετρήσεις που διενεργούνται σε δείγμα ατόμων που έχουν διαφορετική ηλικία, διαφορετικό επάγγελμα, διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο, ή τόπο διαμονής κτλ. Συχνά, και κατά παραγγελία των πολιτικών κομμάτων, πολυάριθμες και πολυποίκιλες σφυγμομετρήσεις διενεργούνται, για να εκτιμηθούν η πρόθεση ψήφου των πολιτών, ο βαθμός δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών κ.ά. Έτσι, οι πολιτικοί άνδρες αναζητούν στις σφυγμομετρήσεις μια δικαίωση των ιδεών που υπερασπίζονται, ενώ οι σύμβουλοί τους αντλούν από τις σφυγμομετρήσεις πληροφορίες, για να διαμορφώσουν την επικοινωνιακή τους στρατηγική. Πολλές φορές γίνονται και σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες, προκειμένου να γίνουν συγκρίσεις των στάσεων των ατόμων σε διεθνές επίπεδο. Ένα καλό παράδειγμα μιας διεθνούς δημοσκόπησης της κοινής γνώμης είναι η έρευνα για τη διαφθορά, η οποία διεξήχθη σε 64 χώρες από την οργάνωση «Διεθνής Διαφάνεια» και περιελάμβανε την αποστολή 50.000 ερωτηματολογίων σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πολιτών. Στην ερώτηση «σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι επηρεάζονται από τη διαφθορά οι παρακάτω τομείς» οι απαντήσεις διαβαθμίστηκαν από το 1 («καθόλου διεφθαρμένος») μέχρι το 5 («εξαιρετικά διεφθαρμένος»).
Για την Ελλάδα οι απαντήσεις δείχνουν ως πιο διεφθαρμένους τους τομείς που αφορούν τις ιατρικές υπηρεσίες («φακελάκι») και τα πολιτικά κόμματα, ενώ ως τους λιγότερο διεφθαρμένους δείχνουν την Εκκλησία και το στρατό (βλ. πίνακα 7.4). Σχεδόν σε όλες τις χώρες οι πολίτες πιστεύουν ότι τα πολιτικά κόμματα είναι ο πιο διεφθαρμένος χώρος, γεγονός που γεννάει σοβαρά ερωτήματα για την ποιότητα της δημοκρατίας των σύγχρονων δυτικών κρατών.
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας


Πίνακας 7.4. Διαφθορά κατά χώρα και τομέα

Πίνακας
Πηγή: Ινστιτούτο Δημοσκοπήσεων Γκάλοπ, (Διεθνής Διαφάνεια, Ο.Η.Ε. (2003), www.transparency.org).

Ωστόσο, η ίδια η αρχή της σφυγμομέτρησης δέχεται πολλά πυρά, δεδομένου ότι πολλοί επιστήμονες (κοινωνιολόγοι, πολιτειολόγοι) αμφισβητούν τη δυνατότητα να μάθει κανείς τις πάγιες, σταθερές στάσεις και αντιλήψεις των πολιτών μέσω αυτής της μεθόδου. Εξάλλου τα αποτελέσματα οποιασδήποτε σφυγμομέτρησης, ακόμη και όταν τηρούνται όλες οι επιστημονικές προδιαγραφές, είναι συγκυριακά.
Άλλοι επικρίνουν τη διατύπωση ορισμένων ερωτήσεων διότι αυτή υπαγορεύει σχεδόν τις απαντήσεις. Ενδεχομένως τα αποτελέσματα στη διεθνή έρευνα για τη διαφάνεια να ήταν διαφορετικά, αν η ερώτηση που δόθηκε στους πολίτες ήταν ανοικτή*, χωρίς δηλαδή τον κατάλογο των τομέων (π.χ.: «πες μας ποιοι κατά τη γνώμη σου τομείς της δημόσιας ζωής παρουσιάζουν μεγαλύτερη διαφθορά;»).
Άλλες κριτικές διατυπώνονται για τον επηρεασμό της πολιτικής βούλησης του κοινού που ενδεχομένως να προκύψει με τη δημοσίευση των σφυγμομετρήσεων στον Τύπο, ιδιαίτερα σε περίοδο εκλογών. Βέβαια,

πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν έχει επιβεβαιωθεί με εμπειρικές έρευνες ότι η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των σφυγμομετρήσεων μετρήσεων μπορεί να επηρεάσει ή και να διαμορφώσει την κοινή γνώμη.
Οι πολιτειολόγοι βέβαια δηλώνουν ότι οι σφυγμομετρήσεις δεν πρέπει να κρίνονται, διότι αυτό σημαίνει ότι «κρίνεται η δημοκρατία», αφού οι ερωτήσεις τίθενται σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού που έχει (λόγω της ηλικίας) το δικαίωμα ψήφου. Από την άλλη πλευρά, οι δημοσκόποι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν πολύ καλά τον τρόπο διατύπωσης των ερωτημάτων, ώστε να μην αλλοιώνεται η άποψη των ερωτώμενων.
Πάντως, η όποια κριτική ασκείται γι' αυτές τις δημοσκοπήσεις δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχουν μπει στη ζωή μας και καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα έρευνας και αποτύπωσης των προτιμήσεών μας, όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής, αλλά και στον τομέα της οικονομίας (προτιμήσεις προϊόντων κτλ.).
Κοινωνιολογία

7.3.4 Πολιτική και εκλογική συμπεριφορά
Για να δούμε τι είναι η εκλογική συμπεριφορά, δηλαδή ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία επιλέγουμε να δώσουμε τη ψήφο μας σε ένα κόμμα, θα πρέπει πρώτα να ορίσουμε την έννοια της πολιτικής συμπεριφοράς.
Με τον όρο «πολιτική συμπεριφορά» εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο το άτομο εκφράζει, δραστηριοποιείται και συμμετέχει ως πολίτης σε συλλογικές διαδικασίες, σε σωματεία, συλλόγους, εθελοντικές οργανώσεις, λέσχες, κόμματα και εκλογικές διαδικασίες.
Στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνίας τα άτομα γίνονται δέκτες, αλλά και φορείς της πολιτικής κοινωνικοποίησης, δηλαδή συμμετέχουν σε μια συνεχή διαδικασία διαμόρφωσης και αλληλεπίδρασης πολιτικών αξιών, στάσεων, αναπαραστάσεων και συμπεριφορών που μεταβιβάζονται σ' αυτά μέσω των θεσμών κοινωνικοποίησης (βλ. κεφάλαιο 3).
Τα άτομα επεξεργάζονται την κουλτούρα αυτή ανάλογα με τα ατομικά και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους και διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη πολιτική στάση και πολιτική συμπεριφορά, δηλαδή τη συμμετοχή ή την αποχή από τα πολιτικά πράγματα. Παραδείγματα πολιτικής στάσης μπορεί να θεωρηθούν οι απόψεις για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, για το χωρισμό εκκλησίας/κράτους, την απαγόρευση ή τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων, την κατάργηση ή την καθιέρωση της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, τη νομιμοποίηση των οικονομικών μεταναστών ή την ιδεολογική αυτο-τοποθέτηση των πολιτών (βλ. πίνακα 7.5).


Στιγμιότυπο από ελληνικές εκλογές (Φωτογραφικό Αρχείο Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων).
Εικ.7.12α Στιγμιότυπο από ελληνικές εκλογές (Φωτογραφικό Αρχείο Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων).



Στιγμιότυπο από ευρωεκλογές (Επτά καθοριστικές ημέρες για την οικοδόμηση της Ευρώπης, Ευρωπαϊκές Κοινότητες, 1997)
Εικ.7.12β Στιγμιότυπο από ευρωεκλογές (Επτά καθοριστικές ημέρες για την οικοδόμηση της Ευρώπης, Ευρωπαϊκές Κοινότητες, 1997)


Πίνακας 7.5. Πολιτική αυτο-τοποθέτηση των νέων, 15-29 ετών, κατά φύλο και περιοχή κατοικίας (%)

Πίνακας
Πηγή: Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς (Μάιος 2005: 105).
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

Οι πολιτικές στάσεις είναι το γενικότερο πλαίσιο που μπορεί να επηρεάσει (χωρίς αυτό να είναι πάντα απαραίτητο) την εκλογική συμπεριφορά ενός ατόμου. Για παράδειγμα, ένα άτομο που εμφορείται από ρατσιστικές ιδέες δε θα ψηφίσει ένα κόμμα που ευαγγελίζεται τη νομιμοποίηση και την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους τους μετανάστες που κατοικούν και εργάζονται στη χώρα του.
Η διαμόρφωση της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς εξαρτάται από κοινωνικούς και ατομικούς παράγοντες:
Κοινωνικοί παράγοντες. Τα δημοκρατικά και πολυκομματικά συστήματα διακυβέρνησης ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογικές διαδικασίες.
Ατομικοί παράγοντες. Το φύλο, η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, το επάγγελμα, η εργασία, η κοι-νωνικο-οικονομική θέση, οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις κτλ. επιδρούν στην εκλογική και πολιτική συμπεριφορά του ατόμου, ανάλογα με τα βιώματα, τις εμπειρίες και την πολιτική του κοινωνικοποίηση.
Για παράδειγμα, παρατηρείται ότι οι άνδρες ηλικίας 30-44 ετών πηγαίνουν συχνότερα από ό,τι άλλες πληθυσμιακές κατηγορίες σε προεκλογικές πολιτικές συγκεντρώσεις. Το γυναικείο φύλο, αντίθετα, εκδηλώνει μειωμένο ενδιαφέρον για τα κοινά. Αυτό το μειωμένο ενδιαφέρον πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με την άνιση κατανομή των κοινωνικών ρόλων και των ευκαιριών μεταξύ των δύο φύλων, που είναι ένα αντικειμενικό κοινωνικό δεδομένο, αλλά και σε σχέση με την εσωτερίκευση αυτής της ανισότητας (ως μειονεξίας) από το γυναικείο φύλο. Η συμμετοχή των γυναικών στον πολιτικό στίβο είναι άμεσα συνδεδεμένη με γενικότερες πρακτικές που αφορούν τις σχέσεις των δύο φύλων (π.χ. άνδρας στο καφενείο, γυναίκα στο σπίτι). Οι πρακτικές αυτές δεν είναι άσχετες με την ουσία της δημοκρατίας. «Ο εκδημοκρατισμός του ιδιωτικού αποτελεί προϋπόθεση για τον εκδημοκρατισμό του δημοσίου» (M. Παντελίδου-Μαλούτα, 2002:195).
7.3.5 Ενδεικτικές εμπειρικές έρευνες - Εκπροσώπηση στη Βουλή
Από ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία συγκριτικών ερευνών στα εθνικά Κοινοβούλια των χωρών της Ευρώπης προκύπτει ότι το κοινωνιολογικό πορτρέτο του βουλευτή στις δυτικές δημοκρατίες είναι παντού το ίδιο, με ελάχιστες παραλλαγές. Τα χαρακτηριστικά του πορτρέτου αυτού είναι: άνδρας λευκός, ώριμης ηλικίας, που προέρχεται από τις μεσαίες τάξεις, διαθέτει ένα καλό μορφωτικό επίπεδο και γίνεται όλο και περισσότερο επαγγελματίας της πολιτικής.
Η «εκπροσώπηση» στη Βουλή των διάφορων επαγγελμάτων και η κοινωνική τοπογραφία του Ελληνικού Κοινοβουλίου δε σχετίζονται μόνο με την ιστορική διαδρομή των κομμάτων στην Ελλάδα, αλλά και με το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε πολιτικά η ελληνική κοινωνία. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 57 του Συντάγματος (2001), τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος. Αυτό έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις σχετικά με την «επαγγελματοποίηση» του βουλευτικού αξιώματος και την ενδεχόμενη ενδυνάμωση της οικογενειακής πολιτικής παράδοσης των αντιπροσώπων της Βουλής.
Πάντως, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο εμφανίζονται αυξημένα τα ποσοστά των ελεύθερων επαγγελματιών, με κυρίαρχα αυτά των δικηγόρων και των γιατρών, ιδίως στα λε-

Γράφημα 7.2. Επαγγελματική κατανομή βουλευτών της 7ης Μαρτίου 2004 (Ν=300)

Εικόνα
Πηγή: Τμήμα Βουλευτών και Κομμάτων της Βουλής, 9/4/2005.

Σημείωση: Ο συνολικός αριθμός των βουλευτών που έχουν την ιδιότητα του καθηγητή Α.Ε.Ι. ανέρχεται σε 19 (6,33%), όμως οι 10 από αυτούς ταξινομήθηκαν σε άλλα επαγγέλματα, αφού είχαν καταχωριστεί σε δύο επαγγελματικές κατηγορίες.

Κοινωνιολογία

γόμενα κόμματα εξουσίας, όπου ο προεκλογικός αγώνας είναι σκληρός και η διάθεση χρημάτων είναι σχεδόν απαραίτητη συνθήκη για την εκλογική νίκη. Αντιθέτως, στα κόμματα της Αριστεράς κυρίαρχο ρόλο για την ανάδειξη των υποψήφιων βουλευτών παίζει η κομματική ιεραρχία, η συμμετοχή στα συλλογικά όργανα του κόμματος και στις μαζικές οργανώσεις (συνδικάτα) της κοινωνίας.
Η επαγγελματική σύνθεση της εθνικής Βουλής δεν είναι σταθερή. Μελέτες που έχουν γίνει για την περίοδο 1974-1990 έδειξαν μια πτωτική τάση για τους δικηγόρους, από 52,3% των βουλευτών το 1974 σε 47,3% το 1981 και 38,3% το 1990, και παράλληλα μια αυξητική τάση για τους οικονομολόγους (3,3%, 4,0% και 6,3% αντίστοιχα).
Ωστόσο, χρειάζονται πιο προσεκτικές μελέτες ώστε να διαπιστωθεί αν τα συστήματα κατάταξης των επαγγελμάτων είναι ίδια στις δύο περιπτώσεις (βλ. γραφήματα 7.2 και 7.3).
Όσον αφορά την εκπροσώπηση των γυναικών στη Βουλή, αυτή ακολούθησε τον κατά φύλο καταμερισμό της εργασίας στην κοινωνία. Έτσι στη Βουλή παρουσιάζεται μια εικόνα μειωμένης εκπροσώπησης της πολυπληθούς ομάδας των γυναικών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 51% του πληθυσμού. Στο Ελληνικό Κοινοβούλιο υπάρχουν, μετά τις εκλογές του 2004, 39 γυναίκες βουλευτές σε σύνολο 300 (ποσοστό 13%) και μόνο μία γυναίκα αρχηγός κόμματος. Η ισχνή εκπροσώπηση των γυναικών είναι ένα γεγονός που η Πολι-

Πίνακας 7.6. Κατανομή του συνόλου των βουλευτών και των γυναικών βουλευτών στην Ελληνική Βουλή κατά κόμμα (εκλογές 2004)

Πίνακας
Πηγή: Τμήμα Βουλευτών και Κομμάτων της Βουλής, 9/4/2005.

Αντιστοίχως, αν επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε την εικόνα των Ελλήνων ευρωβουλευτών έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές του 2004, θα παρατηρήσουμε ότι στο Ευρωκοινοβούλιο κυριαρχούν οι άνδρες 45 ετών και άνω, που ασκούν ελεύθερα επαγγέλματα.
Ως προς την επαγγελματική κατηγορία στην οποία ανήκουν οι Έλληνες ευρωβουλευτές, παρατηρούμε ότι το σημαντικότερο ποσοστό ασκεί επιστημονικά και ελεύθερα επαγγέλματα (75%). Το μορφωτικό επίπεδο των ευρωβουλευτών φαίνεται να είναι υψηλότερο, σε σύγκριση με αυτό των βουλευτών, του εθνικού κοινοβουλίου.

τεία προσπαθεί να διορθώσει με το νόμο των ποσοστώσεων, ο οποίος ισχύει μόνο για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές (ο αριθμός των υποψηφίων από κάθε φύλο πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο 1/3 του συνόλου των υποψηφίων κάθε συνδυασμού).

Γράφημα 7.3. Ποσοστιαία κατανομή των 24 Ελλήνων ευρωβουλευτών της περιόδου 2004 - 2009 κατά ομάδα επαγγελμάτων

Εικόνα

Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

Σε ό, τι αφορά το φύλο των ευρωβουλευτών, παρατηρούμε ότι η γυναικεία εκπροσώπηση σε 5 αντιπροσωπευτικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σε σύνολο 24 χωρών) ποικίλλει. Στη Γαλλία το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών ανέρχεται στο 42,3%, ακολουθεί η Δανία με ποσοστό 35,7%, στη συνέχεια η Ελλάδα με 29,2%, ενώ με μικρότερα ποσοστά εμφανίζονται το Ηνωμένο Βασίλειο και η νεοεισερχόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση Τσεχία (Βλ. Γράφημα 7.4). Όσον αφορά την ηλικία, 15 Έλληνες ευρωβουλευτές είναι 50 χρόνων και άνω, 8 ευρωβουλευτές από 35 έως 49 χρόνων και τέλος 1 ευρωβουλευτής είναι 34 χρόνων. Διαφορές στις ηλικίες ενδέχεται να υπάρχουν ανάλογα με την κομματική ταυτότητα των ευρωβουλευτών, αλλά αυτό αποτελεί θέμα διερεύνησης από ενδιαφερόμενους μαθητές.
Συνεπώς, οι κοινωνιολογικές έρευνες για τους βουλευτές ή τους ευρωβουλευτές απο-

Γράφημα 7.4. Αναλογία γυναικών ευρωβουλευτών της περιόδου 2004-2009 σε 5 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Εικόνα
Πηγή: www.europarl.eu.int (επεξεργασία Ν.Πετρόπουλου).

Συγκεκριμένα στην περίπτωση της Ελλάδας αξίζει να σημειώσουμε ότι οι γυναίκες εκπροσωπούνται με διπλάσιο (και άνω) ποσοστό στην Ευρωβουλή (29,2%) έναντι του Εθνικού Κοινοβουλίου (13%). Είναι πιθανό η διαφορά αυτή να σχετίζεται με τις μειωμένες αρμοδιότητες που έχει το Ευρωκοινοβούλιο, αφού οι αποφάσεις λαμβάνονται από άλλα όργανα της Ε.Ε. (π.χ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή κ.ά.).
σκοπούν στην καταγραφή της εκπροσώπησης των διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών (επάγγελμα, φύλο) στη Βουλή ή την Ευρωβουλή, έτσι ώστε να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους συγκροτούνται οι κοινωνικές βάσεις της εξουσίας.

Πίνακας 7.7. Ηλικία ευρωβουλευτών Ελλάδας περιόδου 2004-2009

Πίνακας
Πηγή: wwwdb.europarl.eu.int.
Κοινωνιολογία

7.4. Πολιτική αλλοτρίωση
Με τον όρο «πολιτική αλλοτρίωση» εννοούμε την αποξένωση, την αδιαφορία, την αίσθηση του ατόμου ότι η συμμετοχή του στο πολιτικό γίγνεσθαι δε μετρά, τη δυσπιστία του έναντι των κυβερνώντων και γενικά την απομάκρυνση του από τις πολιτικές διαδικασίες και τις πολιτικές εξελίξεις.
Η πολιτική αλλοτρίωση είναι μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο των στάσεων και των αντιλήψεων των πολιτών όσο και στο επίπεδο συγκεκριμένης πολιτικής συμπεριφοράς (π.χ. αδρανοποίηση, αυτο-απομόνωση, αδιαφορία, μη συμμετοχή σε πολιτικές οργανώσεις, πολιτικά κόμματα και εκλογικές διαδικασίες για την ανάδειξη των αντιπροσώπων του λαού στο Κοινοβούλιο).
Στάσεις και αντιλήψεις όπως «οι πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για το βουλευτικό θώκο», «όλα τα κόμματα είναι ίδια», «η ψήφος μου δε μετράει», «όλα αποφασίζονται στις Βρυξέλλες» κτλ. είναι εκφράσεις που συνήθως υποδηλώνουν πολιτική αλλοτρίωση. Σ' αυτές κατατάσσονται επίσης οι απόψεις των πολιτών για τη διαφθορά στα δημόσια πράγματα (βλ. πίνακα 7.4), καθώς και ο βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών στους διάφορους θεσμούς.
Τόσο στην έρευνα της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς για τους νέους όσο και στην έρευνα του Ευρω-βαρόμετρου (Δεκέμβριος 2004) στο γενικό πληθυσμό παρατηρήθηκε ότι τα κόμματα συγκεντρώνουν το χαμηλότερο βαθμό εμπιστοσύνης.

«Εκλογικά ρομπότ» (1920) του G. Grosz (H.H. Arnason, Ιστορία της σύγχρονης τέχνης, εκδ. Παρατηρητής, 2001).
Εικ.7.13 «Εκλογικά ρομπότ» (1920) του G. Grosz (H.H. Arnason, Ιστορία της σύγχρονης τέχνης, εκδ. Παρατηρητής, 2001).


Το ποσοστό συμμετοχής των νέων στην «κοινωνία των πολιτών» κυμαίνεται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα (βλ.γράφημα 7.5). Σύμφωνα με έρευνα της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, που πραγματο-

Γράφημα 7.5. Σχέσεις των νέων με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών κατά τον τελευταίο χρόνο

Ερώτηση: Έχεις ή είχες κατά τον τελευταίο χρόνο σχέση με τα είδη συλλόγων που θα σου διαβάσω; (% που απάντησαν Ναι/Όχι ή Δεν έχουν/Έχουν)

Εικόνα
Πηγή: Έρευνα της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς (2005:149).
Μορφές και κοινωνικές βάσεις της εξουσίας

ποιήθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών και την εταιρεία ALCO, στο διάστημα 10/2004-1/2005 και σε δείγμα 1.600 νέων 15-29 ετών, ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό (59,4%) δε συμμετείχε καθόλου σε οργανώσεις. Σχεδόν παρόμοια ποσοστά (58%) είχαν παρατηρηθεί και στην έρευνα της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς που έγινε το 1997, ενώ η μεταγενέστερη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (2001) ανεβάζει το ποσοστό σε 63%.
Οι επιστήμονες που πραγματοποίησαν την έρευνα αναφέρουν ότι «το ποσοστό αυτό [της Ελλάδας] είναι αναμφισβήτητα υψηλό και τοποθετείται στο ένα άκρο της συνολικής ευρωπαϊκής εικόνας. Στο άλλο άκρο βρίσκονται χώρες όπως η Σουηδία, όπου λιγότερο από ένα πέμπτο των νέων δηλώνουν ότι δε συμμετέχουν σε καμία δραστηριότητα αυτού του τύπου. Από την άποψη αυτή η έρευνά μας επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας ισχυρής διαιρετικής τομής Βορρά/Νότου όσον αφορά τη σχέση των νέων με φορείς της κοινωνίας των πολιτών: οι νέοι των χωρών της Νότιας Ευρώπης δε δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα στο πεδίο της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών που λαμβάνει τη μορφή κοινωνικών και πολιτικών ενώσεων, ακόμα και αθλητικών συλλόγων» (Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 2005:149-150).
Οι ίδιοι αναλυτές συμπληρώνουν ότι τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των νέων σε οργανώσεις αυτού του τύπου ίσως να μη σχετίζονται με την έλλειψη κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης, αλλά με το γεγονός ότι οι νέοι αφιερώνουν το χρόνο και την ενεργητικότητά τους στην οικογένεια και στη φιλική παρέα, που θεωρούνται τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή τους.
Τα αίτια της πολιτικής αλλοτρίωσης θα πρέπει κανείς να τα δει κοινωνιολογικά. Η συνθετότητα των σύγχρονων κοινωνιών, η παγκοσμιοποίηση, οι υπερκρατικοί θεσμοί και η δημιουργία διεθνών κέντρων λήψης αποφάσεων μειώνουν την αμεσότητα της επικοινωνίας μεταξύ των κυβερνώντων και των πολιτών και μπορεί να επιτείνουν την αλλοτρίωση.
Καθοριστικό ρόλο στην πολιτική αλλοτρίωση των ατόμων διαδραματίζουν και άλλοι κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, όπως είναι ο σύγχρονος κατα-


Η γραφειοκρατία χαρακτηρίζεται από απρόσωπες σχέσεις μεταξύ υπαλλήλων και κοινού («Γραφείο Δημόσιας Υπηρεσίας», του G. Τοοκβι-, Metropolitan Museum of Art, New York, Φιλοσοφία καί κοινωνικές επιστήμες, Εκδοτική Αθηνών, 1997).
Εικ.7.14 Η γραφειοκρατία χαρακτηρίζεται από απρόσωπες σχέσεις μεταξύ υπαλλήλων και κοινού («Γραφείο Δημόσιας Υπηρεσίας», του G. Τοοκβι-, Metropolitan Museum of Art, New York, Φιλοσοφία καί κοινωνικές επιστήμες, Εκδοτική Αθηνών, 1997).

ναλωτισμός και ο καριερισμός/επαγγελματισμός, ο οποίος είναι ιδιαίτερα έντονος σε περιόδους ανεργίας και οικονομικής ύφεσης κατά τις οποίες ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος.
Αξίζει επίσης να αναφερθούμε στους παθογόνους εκείνους παράγοντες που παρεμβαίνουν στη λειτουργία του ελληνικού κράτους, όπως είναι το ρουσφέτι και το «μέσο». Αυτού του είδους οι πρακτικές ενισχύουν την αλλοτρίωση των πολιτών και δε συνάδουν με τη λογική ενός σύγχρονου ορθολογικού κράτους δικαίου, που οφείλει να υπηρετεί όλους τους πολίτες. Βέβαια, ευθύνη για τις καταστάσεις που διαιωνίζουν και ενισχύουν το ρουσφέτι, τις πελατειακές σχέσεις και την αλλοτρίωση έχουν και οι ίδιοι οι πολίτες. Οι πελατειακές σχέσεις δεν αφορούν μόνο τους κυβερνώντες και όσους κατέχουν θέσεις εξουσίας (π.χ. υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών), αλλά και τους πολίτες αποδέκτες του ρουσφετιού. Ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας επιδεικνύει μια ανοχή στην παρανομία και την ανομία (που για πολλούς σημαίνει συνενοχή).
Ο Ν. Μπόμπιο (Bobbio N.) ισχυρίζεται ότι η δημοκρατία είναι η κατ' εξοχήν μορφή διακυβέρνησης που βασίζεται στους νόμους. Από τη στιγμή κατά την οποία ένα δημοκρατικό καθεστώς παραβλέπει αυτή την αρχή, μεταστρέφεται πολύ γρήγορα από δημοκρατία σε μια αυταρχική μορφή εξουσίας.

Σκίτσο του Κ. Μητρόπουλου (Γα καλύτερα: αγρία μωρά, εκδ. Κέδρος Α.Ε., 2002).
Εικ.7.15 Σκίτσο του Κ. Μητρόπουλου (Γα καλύτερα: αγρία μωρά, εκδ. Κέδρος Α.Ε., 2002).

Κοινωνιολογία


«..το ρουσφέτι ισοδυναμεί με την καταπάτηση θεμελιωδών αρχών του ισχύοντος δημοκρατικού Συντάγματος, όπως είναι η ισονομία και η απορρέουσα από αυτήν ίση πρόσβαση όλων των πολιτών στα δημόσια αξιώματα. Ισοδυναμεί δηλαδή με παράνομη κατανομή εξουσίας και καταπάτηση δικαιωμάτων και ως εκ τούτου με ιδιοποίηση του δημοσίου αγαθού από άτομα ή ομάδες που κατέχουν θέσεις ισχύος...» (Ε. Μπάλιας, 2000: 96).


Πώς αντιμετωπίζεται η πολιτική αλλοτρίωση; Και εδώ οι προσπάθειες θα πρέπει να είναι συλλογικές. Οι κυβερνώντες με την πολιτική τους (όπως είναι ο πραγματικός έλεγχος της διαπλοκής, η εξάλειψη των πελατειακών σχέσεων και η καθιέρωση της αξιοκρατίας) μπορούν να συμβάλουν στην εγκαθίδρυση ενός κράτους δικαίου, ώστε να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Ωστόσο, πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της πολιτικής αλλοτρίωσης μπορούν να πάρουν και οι ίδιοι οι πολίτες. Αντιλήψεις όπως «η ψήφος μου δε μετράει»
αφήνουν το πολιτικό πεδίο ελεύθερο στις ελίτ, οι οποίες θα προωθήσουν τα συμφέροντα των λίγων. Όπως, για παράδειγμα, στο σχολείο κάθε μαθητής και κάθε μαθήτρια συμμετέχει στις εκλογές των συμβουλίων (είτε ως ψηφοφόρος είτε ως υποψήφιος/α) προκειμένου να εκλεγεί ο ικανότερος ή η ικανότερη που θα διαμεσολαβεί μεταξύ της διεύθυνσης του σχολείου και των μαθητών, έτσι και στην ευρύτερη κοινωνία επιβάλλεται η συμμετοχή όλων στις πολιτικές διαδικασίες, ώστε να εκφράζονται με μεγαλύτερη δύναμη τα αιτήματα των πολιτών.
Η δημοκρατία βέβαια βιώνεται αρχικά μέσα στην οικογένεια. Στο πλαίσιο της οικογένειας διεξάγονται συζητήσεις, επιλύονται προβλήματα, αποτρέπονται συγκρούσεις και συχνά διατυπώνονται από τα παιδιά αιτήματα προς τους γονείς. Επιπλέον, η ισότιμη για αγόρια και κορίτσια συμμετοχή στις οικιακές εργασίες μπορεί να είναι το προστάδιο για μια ισότιμη συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες.
Η διαρκής συμμετοχή των πολιτών στις πολιτικές διαδικασίες (στις οργανώσεις, τα κόμματα, τις εκλογές κτλ.) είναι ιδιαίτερα επιτακτική στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες Με αυτό τον τρόπο ελέγχεται η εξουσία και κατοχυρώνεται στην πράξη η αντιπροσωπευτική δημοκρατία.


Ερωτήσεις
  1. Να συγκρίνετε τον αρχηγό ενός κράτος με τον αρχηγό μιας φυλής.
  2. Ποια είναι η διαφορά της δύναμης από την εξουσία;
  3. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των κοινωνιών με κρατική εξουσία και ποια των κοινωνιών χωρίς κρατική εξουσία;
  4. Πώς διαμορφώθηκε το κράτος σύμφωνα με τον Βέμπερ;
  5. Να αναφέρετε τα στοιχεία που συνθέτουν την παραδοσιακή εξουσία.
  6. Να ορίσετε το χαρισματικό τύπο εξουσίας και να δώσετε παραδείγματα χαρισματικών αρχηγών από την ιστορία.
  7. Τι σημαίνει ορθολογική εξουσία;
  8. Να καταγράψετε ποιον τύπο εξουσίας θεωρείτε δικαιότερο και να αιτιολογήσετε την άποψή σας.
  9. Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της άμεσης και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας;
  10. Να συγκρίνετε και να σχολιάσετε τα στοιχεία που συνθέτουν μια δημοκρατία σε αντίθεση με ένα ολοκληρωτικό σύστημα διακυβέρνησης.
  11. Ποια είναι τα μοντέλα εξουσίας; (ονομαστικά)
  12. Ποιοι αποτελούν την πολιτική, την οικονομική και τη στρατιωτική ελίτ;
  13. Τι σημαίνει πλουραλιστικό μοντέλο;
  14. Τι αναφέρει το μαρξιστικό μοντέλο για την εξουσία;
  15. Από ποια στοιχεία διακρίνονται τα πολιτικά κόμματα;
  16. Τι ονομάζουμε ομάδες συμφερόντων και σε τι διαφέρουν από τις ομάδες γνώμης;
  17. Να ορίσετε την πολιτική συμπεριφορά.
  18. Από ποιους παράγοντες διαμορφώνονται η πολιτική και η εκλογική συμπεριφορά;
  19. Ποια τα χαρακτηριστικά του κοινωνιολογικού πορτρέτου του βουλευτή στην Ευρώπη;
  20. Τι είναι η κοινή γνώμη;
  21. Με ποια κριτήρια ψηφίζετε στις εκλογές των μαθητικών συμβουλίων;
  22. Πώς ορίζεται η πολιτική αλλοτρίωση και ποια είναι τα αίτιά της;