1.2.3 Κοινωνιολογικές σχολές
Στην προσπάθειά τους να συστηματοποιήσουν τη σκέψη τους οι κοινωνιολόγοι έχουν προχωρήσει στην ταξινόμηση των διάφορων θεωριών των θεμελιωτών της επιστήμης τους, αλλά και των σύγχρονων κοινωνιολόγων από διάφορες σχολές. Αν και οι σχολές είναι πολλές, το παρόν εγχειρίδιο θα περιοριστεί στην παρουσίαση των τριών κυρίαρχων σχολών: της σχολής των λειτουργιστών (ή της συναίνεσης/ισορροπίας), της σχολής των συγκρούσεων και της σχολής της κοινωνικής (συμβολικής) αλληλεπίδρασης.
Η σχολή του λειτουργισμού
Ο λειτουργισμός (ή φονξιοναλισμός) είναι μια θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσονται έργα των κλασικών (Α. Κοντ, Χ. Σπένσερ, Ε. Ντυρκέμ) αλλά και έργα μεταγενέστερων Αμερικανών κοινωνιολόγων (Τ. Πάρσονς, Ρ. Μέρτον). Η σχολή αυτή ονομάστηκε «λειτουργισμός» (ή «φονξιοναλισμός») εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στις λειτουργίες (functions) των θεσμών. Κυριάρχησε ουσιαστικά άνευ αντιπάλου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
Οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες (π.χ. τροφή) και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη (π.χ. πεπτικό σύστημα) τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι η κοινωνία πρέπει να είναι σε θέση να παίρνει από το περιβάλλον ό,τι της είναι απαραίτητο για να επιβιώσει (τρόφιμα, καύσιμα, πρώτες ύλες) και να αναπαραχθεί. Εξάλλου η κοινωνία χρειάζεται να διασφαλίσει τη λειτουργία της με έναν επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία να έχουν διαφορετικά συμφέροντα και δεξιότητες. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους.
Σε κάθε κοινωνία πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας, ώστε τα άτομα να επικοινωνούν, αλλά και να βλέπουν τον κόσμο κατά τον ίδιο τρόπο. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
Από τα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Πάρσονς (T. Parsons, 1902-1979) κυριάρχησε στην αγγλόφωνη κοινωνιολογία. 0 στοχασμός του περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ατόμουκοινωνίας. |
«...οι λειτουργιστές περιορίζονταν στην ανάλυση της κοινωνίας ως συνόλου, αλλά ο Μέρτον κατέστησε σαφές ότι η ανάλυση αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο επίπεδο ...ενός θεσμοά.Τια παράδειγμα, η δουλεία στο Νότο των Η.ΠΑ. σαφώς είχε θετικά αποτελέσματα για τους λευκούς Νοτίους, όπως ήταν η προσφορά φθηνής εργασίας, η στήριξη της οικονομίας του βαμβακιού και το κοινωνικό κύρος που εκφράζει η κατοχή δούλων... Είχε όμως και δυσλειτουργίες, όπως ήταν η υπερβολική εξάρτηση των Νοτίων από μια αγροτική οικονομία και κατά συνέπεια η έλλειψη προετοιμασίας για την εκβιομηχάνιση... Ο Μέρτον εισήγαγε τις έννοιες της έκδηλης και λανθάνουσας λειτουργίας έκδηλη λειτουργία της δουλείας ήταν η αύξηση της οικονομικής παραγωγικότητας στο Νότο, ενώ η λανθάνουσα λειτουργία ήταν η δημιουργία μιας υποβαθμισμένης κοινωνικής τάξης, που εξυπηρετούσε...την ανύψωση των λευκών του Νότου..» (G. Ritzer, 2003:57).
Κατά τον Ρ. Μέρτον (R. Merton, 1910-2003), η κοινωνική πραγματικότητα προσεγγίζεται με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα. Η κοινωνική ζωή είναι, σύμφωνα με τον Πάρσονς, ένα σύστημα, δηλαδή ένα πλέγμα διάφορων σχέσεων οι οποίες τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι' αυτό το λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η έννοια του συστήματος.
0 Μέρτον εξειδίκευσε ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.
Το μοντέλο του λειτουργισμού χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμη από την κοινωνιολογία, προκειμένου αυτή να μελετήσει και να ερμηνεύσει την κοινωνία, τους θεσμούς, τις λειτουργίες και τις δυσλειτουργίες τους. |