Το Άξιον εστί
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια |
* |
δάκρυα γιομάτα |
κατά το παραθύρι |
||
Και κοιτώντας έξω |
* |
καταχιονισμένα |
τα δέντρα των κοιλάδων |
||
Αδελφοί μου, είπα |
* |
ως κι αυτά μια μέρα |
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν |
||
Προσωπιδοφόροι |
* |
μες στον άλλο αιώνα τις θηλιές |
ετοιμάζουν |
||
|
|
|
Δάγκωσα τη μέρα |
* |
και δεν έσταξε ούτε |
Φώναξα στις πύλες |
* |
κι η φωνή μου πήρε |
τη θλίψη των φονιάδων |
||
Μες στης γης το κέντρο |
* |
φάνηκε ο πυρήνας* |
που όλο σκοτεινιάζει |
||
Κι η αχτίδα του ήλιου |
* |
γίνηκεν, ιδέστε |
|
|
|
Ω πικρές γυναίκες |
* |
με το μαύρο ρούχο |
παρθένες και μητέρες |
||
Που σιμά στη βρύση |
* |
δίνατε να πιούνε |
στ' αηδόνια των αγγέλων |
||
Έλαχε να δώσει |
* |
και σε σας ο Χάρος |
τη φούχτα του γεμάτη |
||
Μέσ' απ' τα πηγάδια |
* |
τις κραυγές τραβάτε |
αδικοσκοτωμένων |
||
|
|
|
* |
||
που πένεται* ο λαός μου |
||
Του Θεού το στάρι |
* |
στα ψηλά καμιόνια |
το φόρτωσαν και πάει |
||
Μες την έρμη κι άδεια |
* |
πολιτεία μένει |
το χέρι που μονάχα |
||
Με μπογιά θα γράψει |
* |
στους μεγάλους τοίχους |
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ |
||
|
|
|
Φύσηξεν η νύχτα |
* |
σβήσανε τα σπίτια |
κι είναι αργά στην ψυχή μου |
||
Δεν ακούει κανένας |
* |
όπου κι αν χτυπήσω |
η μνήμη με σκοτώνει |
||
Αδελφοί μου, λέει |
* |
μαύρες ώρες φτάνουν |
ο καιρός θα δείξει |
||
Των ανθρώπων έχουν |
* |
οι χαρές μιάνει |
τα σπλάχνα των τεράτων |
||
|
|
|
Γύρισα τα μάτια |
* |
δάκρυα γιομάτα |
κατά το παραθύρι |
||
Φώναξα στις πύλες |
* |
κι η φωνή μου πήρε |
τη θλίψη των φονιάδων |
||
Μες στης γης το κέντρο |
* |
φάνηκε ο πυρήνας |
που όλο σκοτεινιάζει |
||
Κι η αχτίδα του ήλιου |
* |
γίνηκεν, ιδέστε |
ο μίτος του Θανάτου! |
||
ο πυρήνας: της γης. Ως εκεί φτάνει το πένθος.
μίτος: το νήμα (που έδωσε η Αριάδνη στο Θησέα, για να ξαναβγεί από το λαβύρινθο).
ο μίτος του θανάτου: το νήμα που οδηγεί στο θάνατο.
πένεται: εδώ: πεινάει, λιμοκτονεί.
στρ.1. μες στον άλλον αιώνα: στη σκοτεινή περίοδο που θ' ακολουθήσει.
στρ. 2. σταγόνα πράσινο αίμα: η μεταφορά από τη βλάστηση. Ο ποιητής εννοεί ότι η ίδια η μέρα έχει νεκρωθεί. στις πύλες: των πόλεων.
στρ. 4. τόσο δεν αγγίζουν η φωτιά με το άχτι: δεν παραβάλλονται. Η αγανάκτηση (το άχτι) για την πείνα του λαού είναι πιο μεγάλη κι από τη φωτιά.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ![]()
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Πριν απαντήσετε στις ερωτήσεις να διαβάσετε το Ανάγνωσμα Τέταρτο, που θα σας βοηθήσει περισσότερο στην κατανόηση του ποιήματος.

Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Σύνθεση για το Άξιον Εστί