Γιώργου Σεφέρη, «Διάλογος πάνω στην ποίηση» (απόσπασμα)

[…]

Είναι μεγάλος λόγος να μιλάει κανείς για την «ελληνικότητα» ενός έργου. Μεγάλος και ωραίος. Όταν θελήσουμε όμως να καθορίσουμε τί πράγμα είναι αυτή η «ελληνικότητα», θα ιδούμε πως είναι και δύσκολος και επικίνδυνος. Οι καθαρευουσιάνοι δε γύρευαν τίποτε άλλο· «ελληνικότητα» ζητούσαν. Με επιμονή, με το πάθος, με τον κόπο και το μόχθο, προσπαθούσαν να καθαρίσουν το έθνος από τα στίγματα του βαρβαρισμού και ελπίζανε πως σιγά-σιγά θα φτάσουμε στη γλώσσα και στην τέχνη του Σοφοκλή και του Πλάτωνα. Άξιος ο μισθός τους! Χαλάσανε και στερέψανε τις καλύτερες πηγές του ελληνισμού. Σταματώ σε τούτο το παράδειγμα, για να μην αναφέρω τα άπειρα άλλα, τις άπειρες και πολύ βλαβερές ακρισίες που ειπώθηκαν για χάρη της «ελληνικότητας». Γι’ αυτό λέω: επικίνδυνος· γιατί μπορεί να μας συμβεί, όπως το δείχνει η περίπτωση των λογιότατων, να καταστρέψουμε αξίες καθαρά ελληνικές, πιστεύοντας ότι υποστηρίζουμε την ελληνική τέχνη. Αλλά μπορεί να μας συμβεί και το αντίθετο, γι’ αυτό χρησιμοποίησα τη λέξη δύσκολος: να υποταχθούμε δηλαδή σε αξίες διόλου ή ελάχιστα ελληνικές, θαρρώντας πως ελληνίζουμε.

Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου σκορπίζουμε τον ελληνισμό μας. Τον εσπείραμε σ’ όλο τον κόσμο·

ώς μέσα στην Βακτριανή τον πήγαμεν, ώς τους Ινδούς

καθώς λέει ο ποιητής. Κι η απέραντη τούτη διασπορά ήτανε φυσικό να έχει ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Ο ελληνισμός δουλεύτηκε, πλάστηκε, ζωογονήθηκε από ιδιοσυγκρασίες άλλοτε ελληνικές και άλλοτε όχι, ώς την εποχή της Αναγέννησης· κι από την εποχή εκείνη, που σημειώνει το σκλάβωμα του Γένους, από ιδιοσυγκρασίες διόλου ελληνικές και που έδρασαν έξω από τις ελληνικές χώρες. Και θα ήθελα να μην ξεχνάμε πως από την εποχή εκείνη και πέρα δημιουργήθηκαν τα έργα που αποκρυσταλλώσανε τη μορφή του πράγματος που ονομάζουμε σήμερα ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Αυτός ο πολιτισμός, που είναι βασικά γέννημα των ελληνικών αξιών, δε δημιουργήθηκε, βέβαια, μήτε από εμάς μήτε από τους άμεσους προγόνους μας. Οι άμεσοι πρόγονοί μας διαφυλάξανε τους αρχαίους θησαυρούς, και όταν έπεφτε το Βυζάντιο,1 κρατώντας:

… βαριά σταμνιά, γιομάτα
με τη στάχτη των προγόνων

φέρανε τον ελληνικό σπόρο στη Δύση, όπου φούντωσε βρίσκοντας ένα πρόσφορο και ελεύθερο χώμα. Αλλά Αναγέννηση δημιουργημένη από εμάς, όσο και να μας κάνουν να την υποψιαζόμαστε μερικά αδιόρατα σημάδια, Αναγέννηση καμωμένη από Έλληνες, που θα ήταν βέβαια κάτι διαφορετικό από την Αναγέννηση που έγινε από τους Ευρωπαίους, είτε χαιρόμαστε είτε θλιβόμαστε γι' αυτό, δεν υπήρξε. Κανένας Έλληνας δεν άσκησε, την εποχή εκείνη, επίδραση αποφασιστική και άμεση στα ρεύματα που ανάβρυσαν στη Δύση από την επαφή με τις ελληνικές αξίες. Κανένας —εκτός από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, παραγνωρισμένο κι αυτόν— που να μην ήταν μόνο φορέας αλλά και δημιουργός. Έτσι ήταν τα πράγματα ώς την εποχή που ξύπνησε η Φυλή. Τότες —το ίδιο κάνουμε και σήμερα— οι καλύτεροι από εμάς, μελετώντας ή πηγαίνοντας στη Δύση, προσπαθούσαν να ξαναφέρουν πίσω στην ελεύθερη Ελλάδα το βιος που αιώνες πριν είχε φύγει από τον τόπο μας για να διασωθεί. Αλλά ο θησαυρός αυτός δεν ήταν ένα στείρο χρυσάφι, ήταν κάτι ζωντανό που γονιμοποίησε και γονιμοποιήθηκε και ρίζωσε και γεννοβόλησε. […]

[...] Είναι στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου ένας μικρός πίνακας του Θεοτοκόπουλου, μια προσωπογραφία αγίου που δεν είναι πιο ψηλή από τριάντα εκατοστά του μέτρου. Πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια από την εποχή που την είδα για πρώτη φορά. Δεν μπορώ να λησμονήσω τη συγκλονιστική εντύπωση «ελληνισμού» που μου είχε δώσει αυτό το πάρεργο του μεγάλου τεχνίτη. Θυμούμαι ακόμη τώρα δυο πινελιές στους ώμους. «Σαν κρητικοί δεκαπεντασύλλαβοι» συλλογίστηκε ο φίλος που ήταν μαζί μου· ήμασταν νέοι. Τον ελληνικό ελληνισμό, κάποτε οι καλύτεροι από εμάς τον διαισθάνονται: «σοφοί δε προσιόντων». Αλλά θα πρέπει να γίνουνε πολλά άξια έργα, να δουλέψουνε πολλοί μικροί και να πραγματοποιήσουνε πολλοί μεγάλοι, για να μπορέσουμε να πούμε πως διακρίνουμε κάπως καθαρά τη φυσιογνωμία του. Γιατί ο ελληνισμός αυτός θα αποχτήσει μια φυσιογνωμία, όταν αποχτήσει μια φυσιογνωμία πνευματική η σημερινή Ελλάδα. Και θα έχει ακριβώς για χαρακτηριστικά τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από τους Έλληνες. Στο μεταξύ, ας θυμίσουμε στους νέους πως αν ο δημοτικισμός είναι για μας ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της Φυλής, είναι γιατί, πριν απ' όλα, συμβολίζει την πρώτη ομαδική στροφή της προς την αλήθεια. Κι ας τους συμβουλεύουμε να γυρεύουν την αλήθεια, καθώς έκαναν οι πρώτοι δημοτικιστές, όχι ρωτώντας πώς να είναι Έλληνες, αλλά πιστεύοντας πως αφού είναι Έλληνες, τα έργα που πραγματικά θα γεννήσει η ψυχή τους δεν μπορεί να μην είναι ελληνικά.

Αν έχω δίκιο, όλο το ζήτημα είναι πόσο βαθιά και πόσο αληθινά ο Έλληνας θα ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη μεγάλη φύση, την ελληνική. Κι εδώ βέβαια οι δρόμοι είναι σκοτεινοί, μήτε φελάν οι συνταγές. Θα ήθελα όμως, πριν τελειώσω, να μου δοθεί η άδεια ν' αναφέρω το λόγο του Alain που μου φαίνεται πολύ διαφωτιστικός. «Η ένωση του ποιητή με τη φύση» γράφει «βρίσκεται αλλού, εκεί που εξαρχής κανένας δε θα τη γύρευε· σ' αυτή την υποταγή στους νόμους της ίδιας του φωνής, της ίδιας του ανάσας, του ίδιου βήματός του που είναι και τα δικά μας... Αντίθετα, ένας στιχοπλόκος προσπαθεί να περιγράψει και δεν παρουσιάζει τίποτε. Μάταια αντιγράφει τα πράγματα, μάταια αντιγράφει και τις ιδέες του ακόμη, και τα συναισθήματά του. Γιατί η μορφή τότε προέρχεται από σκέψεις· δεν είναι ποίηση· είναι βιομηχανία... Η ειλικρίνεια που ανήκει στον ποιητή δεν είναι διόλου μέσα στο πνεύμα του, αλλά πολύ περισσότερο στην εμπιστοσύνη που δίνει ολόκληρη στην ίδια του τη φύση την τυφλή, που εναρμονίζεται με τη μεγάλη φύση μ' ένα είδος πορείας ή χορού...»2

Μ' αυτή την ίδια εμπιστοσύνη θα είναι ελληνικός.

[πηγή: Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμ. Λουκάς Κούσουλας, Ερμής, Αθήνα 1988, σ. 27-31]


1. Εννοώ, φυσικά, την έξοδο των Βυζαντινών λογίων που κρατά πάνω από εκατό χρόνια στον 14ο και 15ο αιώνα.
2. «Vingt leçons sur les beaux-arts», Παρίσι, Gallimard 1931.

εικόνα