Λουκή Ακρίτα, Ο κάμπος (απόσπασμα)

Στο μυθιστόρημα Ο κάμπος (1936), εμπνευσμένο από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα στην πεδιάδα της Μεσαορίας, προβάλλεται ρεαλιστικά η αγροτική ζωή στην Κύπρο κατά την πρώιμη Αγγλοκρατία. Οι δύκολες οικονομικές συνθήκες που αυξάνουν την ανασφάλεια των ανθρώπων, η αγωνία τους κυρίως για την παραγωγή λόγω και των ιδιαίτερων καιρικών φαινομένων που επικρατούν στο νησί (όπως, για παράδειγμα, η παρατεταμένη ξηρασία) συνθέτουν μια πειστική εικόνα του κοινωνικού περίγυρου στην ύπαιθρο.


[…] Κοίταζαν τα σύγνεφα κι έστεκαν μ' ανοιχτό το στόμα. Τούφες από μπαμπάκι κουβαριαζόντανε, χίλιες φιγούρες ξετρέχονταν, ένα κυνηγητό που άρεσκε πολύ στα παιδιά κι έπνιγε τους μεγάλους. Και ξανά ο ουρανός φρέσκος, τίποτα να μη τον σκιάζει. Και να 'ναι πάντα πλατύς και μεγάλος.

Η ζέστη ήτανε πιο υγρή, μούσκευε τα κορμιά και ζάλιζε. Αδυνάτιζε ακόμα τους χωριάτες που σκέπαζαν το κεφάλι τους με πανί άσπρο, βουτηγμένο σε νερό ή σε οινόπνευμα.

Πέρα, κατά το βουνό, ο ουρανός ήτανε εδώ και λίγες μέρες μαυρισμένος και έτσι που στεκότανε αντίκρυ ο ήλιος έδειχνε τη μπόρα που ξέσπαγε κάπου μακριά. Κάποτες μια ξαφνική λάμψη έσκιζε τη μαυρίλα.

Οι χωριάτες καθισμένοι ένα γύρο στο καφενείο, κοίταζαν με τα μάτια θαμπά, αφηρημένα.

— Νά, εκεί μακριά!

— Ναι!...

— Βρέχει εκεί στην Καραμανιά!

— Πάντα βρέχει αυτού πέρα!

— Δεν έχει αναβροχιές, όπως σ' εμάς!

— Ευλογημένος ο κάμπος τους!...

Και σώπαιναν όλοι, νιώθοντας ένα βάρος να τους τσακίζει.

Μια Κυριακή, λίγες μέρες προτού βγει ο Οκτώβρης, κατά το μεσημέρι, όλοι οι χωριάτες ήτανε μαζεμένοι στο καφενείο. Οι γυναίκες, παρέες-παρέες, κουβέντιαζαν στα σοκάκια.

Ένα μαύρο σύγνεφο φάνηκε να 'ρχεται απ' την Καραμανιά. Έτσι σαν ένα τρίχινο σακί, γιομάτο άχερο. Ξεχώρισε απ' τη μαυρίλα και τράβηξε κατά δώθε. Σιγά-σιγά μάκραινε και ζυγιαζότανε καμπόσο στο βουνό. Ύστερα ένας αγέρας φύσηξε και το σύγνεφο μοιράστηκε. Κουλουριάστηκε, κυλίστηκε κάπου
δέκα λεπτά και πύκνωσε το λεπτό αράχνιασμα που απλώνονταν μεσούρανα. Η μαυρίλα σκόρπιζε και θάμπιζε παντού ο ουρανός. Σε μια στιγμή χοντρές σταλαματιές έπεσαν στη γης κι η σκόνη σηκώθηκε μαυρισμένη.

Οι γυναίκες πεταγόντουσαν στα σοκάκια. Έβγαζαν μια φωνή παράξενη και πήγαιναν όλες μαζί, έτσι όπως τα πρόβατα. Κι οι γερόντισσες πίσω απ' τα παραθύρια, έκλαιγαν.

Σιγά-σιγά η βροχή δυνάμωνε. Τα σύγνεφα ξάπλωσαν μέχρι τα ουρανοθέμελα κι όσο έφτανε το μάτι σου το νερό έπεφτε στον κάμπο. Μια σκόνη ανεμίζονταν στις αρχές, σε λίγο πνίγηκε, ενώ τα χωράφια απλώνονταν πιο σκούρα. Μια βουή ερχότανε απ' τον κάμπο, που όλο και δυνάμωνε με τον αγέρα κι έσμιγε με τις κραυγές των ανθρώπων. Πόσο αλλιώτικος τους φαινότανε ο κάμπος, τώρα που δεχότανε στις σκισμάδες του το νερό.

Όσο δυναμώνει η βροχή, τόσο βουίζει όξω ο κάμπος και τόσο οι χωριάτες χοροπηδάνε και οι γερόντισσες κλαίνε, ακουμπισμένες στα παραθύρια τους.

Κράτησε τούτο το πανηγύρι πάνω από δυο ώρες. Ύστερα σκίστηκαν τα σύγνεφα, κάπου πρόβαλε ο ουρανός, σιγά-σιγά το γαλάζιο ξάπλωνε μέχρι που φωτίστηκε όλος ο κάμπος και πέρα μακριά τα βουνά. Κι έτσι, όπως οι σαλιάγκοι βγαίνουν απ' τα θάμνα, ύστερα απ' την πρωινή δροσιά, το ίδιο κι οι χωριάτες χυθήκανε στα χωράφια. Μπροστά ο Βασίλης ο Ροϊδός.

Ο καθένας κολυμπούσε ξεπίτηδες στις λάσπες κι ανάσανε σηκώνοντας τις μπότες του. Έσκυψαν να ιδούνε μέχρι πού ποτίστηκαν τα χώματα. Το νερό έφτασε πάνω από δεκαπέντε δάχτυλα, ακριβώς ίσαμε το υνί. Περίφημος ο όργος.

Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία, πως φέτος θα 'ναι καλοχρονιά. Θα ξαναγιομίσει ζωντανά κι ανθρώπους ο κάμπος κι η μυρουδιά θα φουσκώνει τους ανθρώπους του και θα καθαρίσει το πετσί απ' την αρρώστια του μεταλλείου. Κι αν πεινάνε κι εδώ, όπως παντού, είναι γιατί πλαστήκανε φτωχοί και πρέπει τ' αφεντικά να ορίζουνε τον κάμπο, ίσαμε που ν' αλλάξουνε τα πράματα. Κι ο καθένας χωριάτης να ορίζει μαζί με τους άλλους τον κάμπο, που να μην είναι ωστόσο δικός τους. Γιατί αλλιώς θα τους πνίξει και θα τους κάνει αφεντικά…

[πηγή: Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας, τ. Β΄ για το Λύκειο, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Λευκωσία 2012, σ. 145-149]

εικόνα