«Του Κατσαντώνη» (δημοτικό τραγούδι)

Α΄

Αυτού που πας, μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι' αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πε του να κάνη φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα,
δεν είν’ ο περσινός καιρός να κάνη όπως θέλει,
φέτος το πήρε γκέντσιαγας, το πήρε ο Βελή Γκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι' ο Κατσαντώνης το 'μαθε, και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει στην Τουρκιά, σ’ αυτόν το Βελή Γκέκα:
«Όπου θα τά 'βρη τα παιδιά, ας τά 'βρη κι ας τα πάρη!»

Κι' ο Βελή Γκέκας έτρωγε σ’ ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν κ' οι τρεις ξανθομαλλούσες,
η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η τρίτη νη καλύτερη με τ’ ασημένιο τάσι.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν κ' εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα του 'ρθανε από τον Κατσαντώνη:
«Να βγης, Βελή μου, στ’ Άγραφα, να βγης ν’ ανταμωθούμε».
Κι' ο Βελή Γκέκας τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
στα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.
«Πού είσαι, τσαούση ογλήγορε, μάσε τα παλικάρια,
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη».

Κι ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του είχε.
Κι ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά έξ’ εφτά νομάτους.
«Πού πας, Βελή ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;
— Σ’ εσέν’, Αντώνη κερατά, σ’ εσένα παλιοκλέφτη.
— Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν είν’ εδώ ραγιάδες,
για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ 'ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν».

Τρεις μπαταριές του ρίξανε, τη μια μεριά στην άλλη·
η μια τον πήρε ξώδερμα η άλλη στο κεφάλι,
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γιόμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,
κ' η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, τα παλληκάρια κράζει:
«Πού είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα πάρ’ τ’ άρματά μου,
να μην τα πάρει η κλεφτουριά κι ο σκύλος Κατσαντώνης».

Β΄

Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες·
κ' εσείς Τσουμέρκα κι' Άγραφα, παλληκαριών λημέρια.
Αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιο μου,
ειπέτε τους πως μ' έπιασαν με προδοσιά κι απάτη.
Αρρωστημένο μ' ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,
ωσάν μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο.

[πηγή: Ν. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Ε.Γ. Βαγιονάκης, Αθήνα 1969, σ. 72-74]

εικόνα