Ρέας Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας (αποσπάσματα)

[…] Στάθηκε όρθια μέσα στην τάξη με το δεξιό της χέρι υψωμένο. Στα δάχτυλά του είχε το μολύβι, αφού οι ένοχοι, όταν διαπομπεύονται, πρέπει να επιδεικνύουνε τα σύνεργα του εγκλήματος. Παρατήρησε ότι μερικές συμμαθήτριές της, που τους είχε χαρίσει ζωγραφιές της, έδειχναν να χαίρονται, λες κι έπρεπε η Ελένη να τιμωρηθεί για την επιδεξιότητά της να παγιδεύει την ανθρώπινη μορφή. Μιαν αμαρτία, που παλιότερα είχαν πει ενθύμιο φιλίας. Ευφυής και θαρραλέα, ήξερε πότε ακριβώς θα ρίξει δίχτυ και θα τις αρπάξει, σαν τους αγύρτες, σαν τους μάγους των οδών. Εξάλλου, η μανία της να ζωγραφίζει δεν είχε καμιά σχέση με τη διδασκαλία του διακοσμητικού σχεδίου και με την υποταγή, που απαιτούνε τα χειροτεχνήματα των κοριτσιών, των προορισμένων για κυρίες της Αυλής ή και συζύγους πλούσιων αστών, των προορισμένων πάνω απ’ όλα για μητέρες αγοριών. Η Ελένη έπρεπε να τιμωρηθεί, γιατί συνέχιζε να ζωγραφίζει όχι μονάχα στα διαλείμματα, μα και μέσα στην τάξη, κατά την ώρα του μαθήματος. Όμως κάθε πάθος, κατά τα λεγόμενα των διδασκάλων, συγκροτεί αργά και σταθερά παρέκκλιση. Και μια παρέκκλιση θα έβλαπτε την ίδια, την αγωγή των υπολοίπων δεσποινίδων και τη φήμη του σχολείου. Ήδη είχε αγνοήσει τόσες και τόσες υποδείξεις, ότι μόνον κατά την ώρα της ιχνογραφίας μπορούσε ακίνδυνα να αντιγράφει τα αντικείμενα, που η καθηγήτρια τοποθετούσε πάνω στην έδρα για να φαίνονται καλά, λόγου χάριν ένα άδειο βάζο ή έναν χαρτονένιο κύβο. Οι δεσποινίδες όφειλαν να ζωγραφίζουν μόνον αυτά που η δασκάλα τούς επέτρεπε να δουν, και με τον τρόπο ακριβώς που τους τα έδειχνε. Η νεαρά Ελένη έπρεπε εφεξής να απέχει από την παρατήρηση και αποτύπωση των κοριτσίστικων σωμάτων στα διαλείμματα, κι απ' όλα αυτά τα άδολα δήθεν δώρα, πράξεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ακόμη και ως μια πρόωρη αιχμαλωσία της στο δόλο των σαρκικών αμαρτημάτων.

Η Ελένη δεν καταδέχτηκε να κλάψει όσο κράτησε η τιμωρία, που η ταπείνωση έκανε πιο αργό και πιο αβάσταχτο τον χρόνο της. Τότε όμως αποφάσισε ότι θα γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να μείνει διά βίου διαφορετική από τα συνομήλικα κορίτσια και από τις γυναίκες του σογιού της. Να στηριχτεί  στα ένοχα για τους πολλούς, αθώα για την ίδια, πλην όμως ανεξερεύνητα ακόμη καλέσματα και ηδονές της τέχνης. Να μην παντρευτεί, να μη γεννήσει, να μην έχει έρωτα πάρεξ για τη ζωγραφική. […]

Αργά τη νύχτα, όταν η επιβλέπουσα είχε πια περάσει από τους κοιτώνες για να πάρει τη λάμπα και να διαπιστώσει αν όλες οι δεσποινίδες είχαν κοιμηθεί, όταν μετά τον έλεγχό της  μερικά κορίτσια σηκώνονταν για να πάνε στο κρεβάτι της πιο στενής τους φιλενάδας κι εκεί να ξορκίσουν κουβεντιάζοντας τον επιβεβλημένο ύπνο, όταν κι εκείνα θα παραδίνονταν γρήγορα στην εφηβεία των ονείρων τους, τότε η Ελένη άναβε ένα προς ένα τα απομεινάρια των κλεμμένων κεριών και σπερματσέτων, για να μπορεί να ζωγραφίζει στα κρυφά. Ο κατασκότεινος κοιτώνας δεν παρείχε θέματα, μα η Ελένη ανέσυρε όσες εικόνες είχε σημειώσει όλη μέρα στο μυαλό της. Ας μην την άφηναν να ζωγραφίζει στα διαλείμματα, κανείς δεν διανοήθηκε να της απαγορεύσει να βλέπει με τον τρόπο των ζωγράφων και να κρατάει τις εικόνες μέσα στο μυαλό της. Η κρυφή νυχτερινή ζωγραφική της την έκανε να καταλάβει πως συχνά, ανάμεσα στον κόσμο και την απεικόνισή του, μεσολαβεί μικρή ή και απέραντη μια απόσταση. Και πως, αν αυτό φαινόταν στην αρχή στενάχωρο, δεν ήταν κατόπιν, αφού της χάριζε την ελευθερία να ζωγραφίζει όταν μπορούσε. [...]

[πηγή: Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 33-35, 36-37]

εικόνα