Διδώ Σωτηρίου, «Ματωμένα Χώματα» (απόσπασμα)

Χαράματα ξεπρόβαλε στα τρίστρατα του χωριού μας ο τελάλης ο Κοσμάς, άντρακλας, δυο μέτρα μπόι, με κάτι γουρλωτά καμηλίσια μάτια και μια κουδούνα βαριά σαν καμπάνα. Ο κόσμος άνιφτος βγήκε στις πόρτες και στα παράθυρα. Ένα σύγκρυο πέρασε απ' τις καρδιές των ραγιάδων. Τί γύρευε πρωί πρωί ο τελάλης; Τί 'χε να πει;

Τον Κοσμά τόνε λατρεύανε Ρωμιοί και Τούρκοι. Είχε το δικό του τρόπο να ξυπνάει την περιέργεια και τη συγκίνηση του κόσμου και να τους κάνει όλους να γελούνε ή να κλαίνε ανάλογα με την περίσταση. Ακόμα και τα όρντινα και τους νόμους του Κράτους, και τα μνημόσυνα, και τους γάμους τα διαλαλούσε με δίστιχα, παροιμίες, σάτιρες. (Είχε αρχίσει από ψάλτης, ύστερα έπιασε σαντούρι σε Καφέ Αμάν κι έπεσε με τα μούτρα στον έρωτα· μα σαν παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε κι έγινε τελάλης).

Κείνο το φθινοπωρινό πρωινό του 1914 η όψη του Κοσμά ήταν σκοτεινιασμένη, η βροντερή φωνάρα του δεν ήτανε τραγουδιστή, κόμπιαζε, λες κι ήταν τσεβδός ο χριστιανός.

— Κοσμά Σαράπογλου, του φώναξε αυστηρά ένας δημογέροντας, οι μέρες δε σηκώνουν χωρατά. Μπες ογλήγορα στην ουσία. Τί τρέχει, μπρε, και βγήκες με τ' άστρα στσί δρόμοι;

— Τρέχουνε μεγάλα και τρανά πράματα, κυρ δημογέροντα. Μπλεξίματα ηβρήκανε το μαύρο τον ντουνιά. Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ο πολυχρονεμένος μας Σουλτάνος ηβγήκε στο πλευρό του Κάιζερ. Με την Αυστρογερμανία βαδίζει κι ενάντια στην Ιγκλετέρα, στη Φραγκιά και στην Αγια-Ρουσιά, που μ' ένα όνομα τσι λένε Αντάντ.

Ο κόσμος μούδιασε. Να 'ταν για καλό τούτος ο πόλεμος; Να 'ταν για κακό; Ένας κοντοζύγωσε τον τελάλη και του είπε ψιθυριστά:

— Και τα μικρά κράτη, μπρε Κοσμά, σαν να πούμε η… λεγάμενη, η γαλανόλευκη με ποιόνανε κάνει κολιγιά;

— Πού θες να ξέρω; Τελάλης τση Τουρκιάς είμαι, δεν είμαι μινίστρος τση Γαλλίας. Εγώ τούτα έχω εντολή να σας ιστορήσω από πάρτη του εδικού μας γκουβέρνου και τσιμουδιά παραπάνω.

— Γιατί μας κάνεις το ζόρικο; πέσαν όλοι μαζί πάνω του. Σκιάχτηκες, εσύ, ένας λεβέντης; Κάτι μας κρύβεις.

— Τί να σας κρύψω, αδέρφια; Ο πόλεμος είναι πόλεμος! Δεν είναι γάμος να 'χω όρεξη γι' αστεία. Θα χαθούνε νιάτα, θα χυθεί αίμα! Άλλοι θα πλερώνουνε τα σπασμένα, άλλοι θα θησαυρίσουνε. Το φτωχό κοσμάκη να λυπηθεί ο Θεός…

Δεν περάσανε πολλές μέρες και νά τος ξανά ο Κοσμάς πήρε τα ντουρσέκια. Χτυπούσε νευρικά την κουδούνα του, μα του 'λειπε θαρρείς η λαλιά. Έφτυνε και ξανάφτυνε, στραβομούριαζε σαν να 'χε καταπιεί το κώνειο. Είχε κατεβασμένες τις ματάρες του και τα χοντροπάπουτσά του πασπατεύανε το χώμα λες και θ' ανοίγανε λάκκο. Τέλος έδωσε κι έβγαλε φωνή βραχνή, κουρασμένη.

— Μαύρο μαντάτο έχω να σας πω, πατριώτες. Διαταγή του πολυχρονεμένου μας Πατισάχ, ούλοι οι Οθωμανοί υπήκοοι από είκοσι δυο ίσαμε σαράντα πάνε στρατιώτες! Χαρά στο φαμελίτη οπούχει θηλυκά στο σπίτι του! Πέντε γιους μού παίρνει το σκέδιο! Π' ανάθεμα την ώρα…

Το χωριό μαρμάρωσε! Τσιμουδιά δεν ακούστηκε· ούδε κρίση ούδε αχ! Οι άνθρωποι κατεβάσανε το κεφάλι και τράβηξαν στις δουλειές τους· σουρώσανε, σταφιδιάσανε στο άψε σβήσε. Οι μανάδες πήρανε να πλένουνε και να μπαλώνουνε τα ρούχα των παιδιών τους. Κάνανε τάματα στους άγιους. Κάτι τρομερό άρχιζε· το μαντεύαμε δίχως να ξέρουμε ακόμα τη γεύση του. Μα κείνο που έβαζε ο νους δεν ήτανε τίποτα μπροστά σε κείνο που μας περίμενε.

Στους καφενέδες γινότανε κάθε βράδυ πρωτοφανέρωτος συνωστισμός· μαζεύονταν ρεσπέρηδες, μαστόροι, επαγγελματίες, δημογερόντοι, παπάδες και σιγοκουβεντιάζανε. Άσκημα τα νέα. Το τούρκικο γκουβέρνο δεν είχε μπιστοσύνη —σου λέει— στους χριστιανούς· τους στράτευε όλους, μα όπλο δεν τους έδινε, μ' ούδε στολή. Σκάρωσε επί τούτο κάτι Τάγματα που τα βάφτισε Αμελέ Ταμπουρού (Τάγματα Εργασίας) μα πιο σωστό θε να 'τανε να τα πει Τάγματα Θανάτου.

— Παρά να στρέψουμε τα όπλα εναντίον των φίλων μας της Αντάντ, καλύτερα έτσι στα Τάγματα, είπε ένας Σμυρνιός έμπορας που βρέθηκε ένα βράδυ για δουλειές στο χωριό μας.

— Καλύτερα για σένανε, κυρ Αντωνάκη Μιχελή, όχι για μας, του αποκρίθηκε ο μπαρμπα-Στασινός που είχε μαζί του το θάρρος. Εσύ τα βόλεψες μια χαρά κι έβαλες σε γερμανική εταιρία τον ένα γιο σου και τον άλλον στους σιδερόδρομους και τον τρίτον, όπως μαθαίνω, τον έγραψες για παπά. Ρώτησε όμως και μας που μας παίρνει το σκέδιο όλα τ' αγόρια μας! Ο δικός μου ο Θεμιστοκλής δεν πάει μήνας που στρατεύτηκε και μας μήνυσε πως θα λιποταχτήσει, δεν αντέχει. Στ' Αμελέ Ταμπούρια, σου λέει, τους βασανίζουνε χειρότερα κι απ' το χειρότερον οχτρό. Οι αιχμάλωτοι μπροστά τους είναι μπέηδες! Πείνα, ψείρα, βρόμα, δουλειά βαριά, να μη σηκώνεις κεφάλι δεκάξι με δεκοχτώ ώρες και σα λιποθυμάς ή αντιστέκεσαι, καμτσίκι και βασανιστήρια! Το μόνο που τους δίνει το κράτος είναι ένα συσσίτιο κι αυτό δεν κάνει, σου λέει, μήτε για σκυλιά. Δέκα είκοσι νοματαίοι τρώνε μαζί, μέσα στη βρόμικη λεγένη όπου πλένουνε τσι ψείρες και τα σώβρακά τους. Και τί τρώνε; Μαυροζούμια σιχαμερά και ψοφίμια. «Όσοι προκάνουμε, πατέρα, μου 'γραψε το παιδί μου, κουταλίζουμε· ειδέ και σε πιάσει σιχασά πας χαμένος· λιμάζεις και τότε σου 'ρχεται να σκοτώσεις το διπλανό σου για να τ' αρπάξεις απ' το στόμα την μπουκιά που σιχαινόσουνα!»

— Τ' Αμελέ Ταμπούρια, είπε ο παπα-Ζήσης είναι σύνεργα του διαβόλου. Στον πόλεμο του 12 δεν ηγινήκανε τέτοια αίσχη. Ποιος τον πονήρεψε τον Τούρκο;

— Το συμφέρο του κι ο Γερμανός, αποκρίθηκε ο Γιάκωβος ο φαναρτζής.

— Το συμφέρον του είναι να μας έχει πλησίον του, είπε ο δάσκαλος. Είμεθα ο εγκέφαλός του. Οι απλοί Τούρκοι το γνωρίζουν και μας αγαπούν.

— Μας αγαπούσανε να λες, κυρ δάσκαλε, του αποκρίθηκα. Τώρα μαθαίνουνε να μας μισούνε και να ζούνε δίχως εμάς. Δε βλέπεις που εφέτος δε μας ήρθανε ούτε οι Κιρλήδες; [...]

[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2003, σ. 81-85]

εικόνα