Erich-Maria Remarque, Τίποτα το νεώτερο από το δυτικό μέτωπο (απoσπάσματα)

[...]

Η μαύρη γη, αυτή η μαύρη γη που 'ναι σχισμένη και τρυπημένη, που ρίχνει μια σταχτιά γυαλάδα στις ακτίνες του ήλιου, αποτελεί το πίσω πλάνο ενός βουβού αυτοματισμού δίχως άνεσι. Το λαχάνιασμά μας είναι ο θόρυβος που κάνουν τα εξαρτήματα του μηχανισμού. Τα χείλη μας είναι στεγνά. Το κεφάλι μας είναι πιο βαρύ από μιας νύχτας μέθη. Σ' αυτήν την κατάσταση προχωρούμε τρικλίζοντας, και στις ψυχές μας που 'ναι τρύπιες σαν σουρωτήρια, εισχωρεί μ' ένα διαπεραστικό πόνο, η εικόνα της μαύρης αυτής γης, μ' αυτόν τον παχύ ήλιο και αυτούς τους ζεστούς ακόμα νεκρούς στρατιώτες, που βρίσκονται ξαπλωμένοι εκεί σαν να 'ταν κάτι το αναπόφευκτο, σαν πηδούμε πάνω από τα κορμιά τους.

Έχομε χάσει κάθε αίσθημα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Μόλις κατορθώνωμε να αναγνωρίση ο ένας τον άλλον, όταν η εικόνα του ενός πέσει μπροστά στη ματιά μας, που είναι ματιά κυνηγημένου ζώου. Είμαστε αναίσθητοι νεκροί, οι οποίοι με ένα στρατήγημα ή κάποια επικίνδυνη μαγεία γινήκαμε και πάλι ικανοί να τρέχωμε και να σκοτώνουμε.

[...]

Έσφιξα το όπλο και το επιθεωρώ. Η κάνη του είναι υγρή. Τη σφίγγω καλά μέσ' στη φούχτα μου, και σκουπίζω την υγρασία.

Ανάμεσα σους κήπους που υπήρχαν πίσω από το χωριό μας υπάρχει ένα μικρό ποταμάκι, και μια σειρά από γέρικες λεύκες. Φαινόντουσαν από πολύ μακρυά και παρ' όλο που αποτελούσαν μια μόνη σειρά τις ονομάζαμε «το μονοπάτι με τις λεύκες». Από μικρό παιδί είχα μια προτίμησι για τις λεύκες αυτές. Ανεξήγητα με τραβούσαν. Περνούσα κοντά τους ώρες πολλές και μ' ευχαριστούσε ν' ακούω το ψιθύρισμά τους. Καθώμουνα στη σκιά τους, στην όχθη του μικρού ποταμιού και άφηνα τα πόδια μου να κρέμονται μέσα στο γρήγορο και διάφανο ρεύμα του νερού. Οι αθώες κινήσεις του νερού και η μελωδία του αέρα μέσα στις λεύκες κατακτούσε τη φαντασία μου. Τις αγαπούσα τόσο πολύ! Και η εικόνα των ημερών αυτών, πριν να εξαφανισθή, έκανε ακόμα την καρδιά μου να χτυπά.

Είναι περίεργο πως όλες αυτές οι αναμνήσεις που ανακαλούνται μέσα μας είναι δύο ειδών. Είναι πάντοτε γεμάτες από σιωπή. Αυτό είναι το πιο χαρακτηριστικό τους και μάλιστα αν στην πραγματικότητα ήταν αλλιώτικα, δεν αλλάζουν διόλου την εντύπωσι αυτή.

Είναι κ' οι βουβές εμφανίσεις, που μου μιλούν σιωπηλά, με ματιές και με κινήσεις, δίχως να προστρέχουν σε λόγια. Και η σιωπή τους, η τόσο συγκινητική, με υποχρεώνει να περισφίγγω το μανίκι μου και το όπλο μου, για να μη ξεφύγω και μπω σ' αυτή την αποχαύνωσι, που το κορμί μου γυρεύει γλυκά, απαλά να εγκαταλειφθή, για να συναντήση τις βουβές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από τα πράγματα.

Είναι σιωπηρές, γιατί η σιωπή, ακριβώς, είναι για μας ένα φαινόμενο ακατανόητο. Στο μέτωπο δεν υπάρχει σιωπή και το περίφραγμα του μετώπου είναι τόσο απέραντο που δεν μπορούμε από πουθενά να ξεφύγουμε. Ακόμα και στους στρατώνες των μετόπισθεν και στα μέρη που επιστρέφομε ν' αναπαυθούμε, το μουγγρητό και ο εκκωφαντικός θόρυβος του πυρός μένουν παρόντα στα αυτιά μας. Δεν πηγαίνομε ποτέ αρκετά μακρυά για να μην τ' ακούμε. Αλλά, όλες αυτές τις ημέρες ήταν κάτι το ανυπόφορο.

Αυτή η σιωπή ήταν η αιτία για την οποία οι εικόνες του παρελθόντος ξυπνούν μέσα μας λιγότερες επιθυμίες από λύπη, μια απέραντη και εκπληκτική μελαγχολία. Αυτά τα πράγματα υπήρξαν, αλλά δε ξαναγυρίζουν πια. Έχουν περάσει. Αποτελούν μέρος ενός άλλου κόσμου τετελεσμένου για μας.

[...]

[πηγή: Erich-Maria Remarque, Τίποτα το νεώτερο από το δυτικό μέτωπο (Im Western nichts neues), μτφρ. Μιχ. Πριονιστής, πρόλ. Σπύρος Παναγιωτόπουλος, Εκδόσεις Ανατολής, Αθήνα 1953, σ. 72, 74-75]

εικόνα