Τάκη Σινόπουλου, «Νυχτερινός μονόλογος»

Γι’ αυτό λοιπόν ξαφνικά οι πορείες
κι η βουή των λαών που σηκώνονται.
Ίσως είναι το ακοίμητο μάτι της μνήμης.
Ίσως είναι το αυτί στις πέτρες που ακούει.
Όταν άξαφνα αδειάζουν ώς τα πέρατα οι δρόμοι.
Όταν η φωνή στον Αισχύλο.
Και φυσάει ο αέρας — σκοτεινές ιστορίες.

Τόσα χρόνια τί γαυγίζει το ορφανό σκυλί
στη διχάλα του δρόμου;
Τα σημάδια στο κορμί κι η παράλογη σκέψη —
την ακούς στο μυαλό.
Φαγωμένες οι λέξεις ένα σύνθημα ένα.
Πόσα παίρνει το μήνα ο χαφιές;
Πόσα παίρνεις εσύ;
Το ’να χέρι στην Αλβανία.
Το ’να πόδι στην Κατοχή.
Και τα λόγια που ξέρουν μονάχα το ψέμα.
Το μυαλό μπουκωμένο.
Το ψωμί το πικρό και πιο πέρα η τανάλια η Ευρώπη —
σκοτεινές ιστορίες.

Μη μου πεις γιατί μας εκάρφωσες τότε.
Είχε γίνει το μούτρο σου ο παλιός
ο ξεφτισμένος τοίχος που κατουράνε οι συνταξιούχοι
σκουπίδια και πέτρες
Οι δικαστές ανεβαίνουν τη σκάλα
Και το ξέρεις όπως το ξέρω
το σκυλί που αλυχτάει στον έρημο τόπο
ό,τι κι αν πεις δεν είναι απόκριση
το ’να σχέδιο ξεσηκώνει το άλλο
ο ένας τύραννος
ετοιμάζει τον άλλο
σου πετάνε ένα κόκαλο — σκοτεινές ιστορίες.

Ποιος είσαι εσύ που περπατάς το δισάκι στον ώμο
παραμιλώντας; Χρόνο το χρόνο
σου σακατέψανε τη γενιά
προσκυνημένοι εμπόροι χωροφύλακες.
Το μούτρο σου μια ζαρωμένη εφημερίδα
Κι εκείνο το νησί που αγάπησες
όλο το Αιγαίο μια σκάφη με σκατά.
Ό,τι κι αν πεις δεν είναι απόκριση
κι απ’ τον Αισχύλο ώς το Σεφέρη να φυσάει ο αέρας
η λευτεριά που πάλεψες — σκοτεινές ιστορίες.

1977, 1980

[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή ΙΙ. 1965-1980, Ερμής, Αθήνα 21997, σ. 34-35]

εικόνα