Μάνου Ελευθερίου, «Οι ταμίες του θανάτου»

Σεφέρην τε...

Ήρθανε και με πήρανε στ' ανοιχτά του κόσμου.

Μόνο τις ασώματες (και σκληρές) φωνές τους άκουγα,
πιότερο σαν ανάσα και σαν το παραμιλητό,
κι όταν περνούσαμε τα μυθικά μεγάλα τείχη, σάμπως
μου φάνηκε πως είδα, για μια στιγμή μονάχα,
τη σκιά τους.

Θέλησα να ξεφύγω με κατεργαριά και μ' έβαλαν
στις αλυσίδες. Ούτε και τότε όμως μπόρεσα να δω,
έξω απ' τα δυο τα ζάρια να τα παίζουν στο χορτάρι,
όλοι αόρατοι και μακρινοί         σαν άγιοι
μεσ' στη φωτιά.
Μια λέξη σκοτεινή· Σεφέρην τε... Σεφέρην τε...
Την άκουγα σα νόμισμα να πέφτει σε βαθύ πηγάδι —
κελαηδισμούς θυμόμουνα και βρύσες
δελφίνια στην αυγή του πόντου κι ανάμεσα
ξωκλήσια στις πλαγιές, με τη φλογέρα και το μπαγλαμά,
το αλφαβητάρι, το κερί, τον δεκαπεντασύλλαβο,
στρατό αφανισμένο και λαγκαδιές με θάνατο
και προσφυγιά,
πρώτη φορά εννοούσα πως και τα λόγια
έχουνε δυο πρόσωπα, «η άλλη όψις του νομίσματος»
ως λένε.

Κι ήξερα πια πως μ' είχαν πάρει εμένα λάθος.
Πως άνθρωποι θα ήτανε κι έκαναν το λάθος.
Εμένα κληρωτό της άνοιξης με τους φονιάδες.

Μάρτης 1971

[πηγή: Μάνος Ελευθερίου, Μαθήματα μουσικής, Κείμενα, Αθήνα 1972, σ. 8-9]

εικόνα