Μήτσου Παπανικολάου, «Μέσα στη βουή του δρόμου»

Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να βρω το όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε—
πουλιά που 'χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι άφησε στο πέρασμά του
—πέρασμα ζωής, θανάτου—
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω την πεθαμένη ελπίδα.

Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.

Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.

[πηγή: Η Χαμηλή Φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, ανθολ. Μανόλης Αναγνωστάκης, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 174-175]

εικόνα