Guy de Maupassant, «Το παλιάλογο»Όλος ο κόσμος στη γύρω περιοχή ονόμαζε, άγνωστο γιατί, την αγροικία των Λυκά «Το υποστατικό». Το δίχως άλλο οι χωρικοί προσδίδανε στη λέξη «υποστατικό» μια έννοια πλούτου και μεγαλείου, επειδή αυτή η αγροικία ήταν σίγουρα η μεγαλύτερη, η πλουσιότερη και η πιο νοικοκυρεμένη σε ολόκληρη την περιοχή. Η τεράστια αυλή, περιστοιχισμένη από πέντε υπέροχες δεντροστοιχίες για να προστατευτούν από το σφοδρό άνεμο της πεδιάδας οι κοντούλες και λεπτοκαμωμένες μηλιές, περιλάμβανε μακρόστενα, κεραμοσκεπή κτίρια για την αποθήκευση της χορτονομής και των σπόρων, ωραία βουστάσια κτισμένα με στουρνάρια, στάβλους για τριάντα άλογα και μια κατοικία από κόκκινα τούβλα, που έμοιαζε με μικρό πύργο. Τα φουσκιά ήταν στη θέση τους, τα μαντρόσκυλα έμεναν σε σπιτάκια κι ένα πλήθος πουλερικά τριγύριζε μέσα στα ψηλά χορτάρια. Κάθε μεσημέρι, δεκαπέντε άτομα, αφεντικά, υπηρέτες και υπηρέτριες, καθόντουσαν γύρω από το μακρύ τραπέζι της κουζίνας, όπου άχνιζε η σούπα μέσα σε μια μεγάλη σουπιέρα από φαγιάντσα με γαλάζια λουλούδια. Τα ζώα, άλογα, γελάδια, γουρούνια και πρόβατα, ήταν παχιά, περιποιημένα και καθαρά, κι ο μπαρμπα-Λυκά, ένας εύσωμος άντρας που άρχιζε να κάνει κοιλιά, έκανε τρεις φορές τη μέρα το γύρο της αγροικίας, επιτηρώντας τα πάντα κι επιστατώντας σε όλα. Στο βάθος του στάβλου συντηρούσαν από ευσπλαχνία ένα πολύ γέρικο, άσπρο άλογο, που η κυρά ήθελε να το τρέφει ώσπου να πεθάνει από τα χρόνια, επειδή το είχε μεγαλώσει και κρατήσει πάντοτε κοντά της και της έφερνε τόσες αναμνήσεις. Ένας μόρτης δεκαπέντε χρόνων, που τον λέγανε Ισίδωρο Ντυβάλ αλλά τον φωνάζανε πιο απλά Σιδερή, φρόντιζε αυτόν τον απόμαχο, του έδινε το χειμώνα, τη μερίδα του από βρώμη και σανό και ήταν υποχρεωμένος, το καλοκαίρι να πηγαίνει τέσσερις φορές τη μέρα να του αλλάζει θέση στην πλαγιά, όπου τον έδεναν, για να βρίσκει άφθονο φρέσκο χορτάρι. Το ζώο, σχεδόν παράλυτο, σήκωνε με δυσκολία τα βαριά πόδια του, που ήταν χοντρά στα γόνατα και πρησμένα πάνω από τις οπλές. Το τρίχωμά του, που δεν το ξύστριζαν ποτέ πια, έμοιαζε με άσπρα ξέγνεθα μαλλιά, και κάτι πολύ μακριά ματοτσίνορα έδιναν στα μάτια του θλιμμένη όψη. Όταν ο Σιδερής το πήγαινε να βοσκήσει, έπρεπε να το τραβάει από το σκοινί, έτσι αργά που προχωρούσε το ζώο, και το αγόρι σκυφτό, κοντανασαίνοντας, το έβριζε, καθώς είχε βαριεστήσει να φροντίζει αυτό το παλιάλογο. Οι άνθρωποι του κτήματος, που έβλεπαν το χωριατόπαιδο να θυμώνει με τον Κοκό, το διασκέδαζαν και μιλούσαν συνεχώς για το άλογο στον Σιδερή για να τον τσαντίσουν. Η παρέα του τον έπαιρνε στο ψιλό. Στο χωριό τον φωνάζανε Κοκό-Σιδερή. Ο μάγκας σκύλιαζε απ' το κακό του κι ένιωθε να γεννιέται μέσα του η διάθεση να εκδικηθεί το άλογο. Ήταν ένα ισχνό, κρεμανταλάδικο παιδί, πολύ βρώμικο, με κόκκινα μαλλιά, χοντρά και σκληρά σαν σκαντζόχοιρου. Έμοιαζε κουτός και μιλούσε τραυλίζοντας με τεράστια δυσκολία, σαν να μην μπορούσε να συλλάβει ιδέες με τέτοια άξεστη και κτηνώδη ψυχή. Από καιρό απορούσε που κρατούσαν τον Κοκό κι αγαναχτούσε που έβλεπε να χάνονται χρήματα γι' αυτό το άχρηστο ζωντανό. Από τη στιγμή που αυτό δε δούλευε, του φαινόταν άδικο να το τρέφουν, του φαινόταν απαράδεκτο να ξοδεύουν βρώμη, τη βρώμη που κόστιζε ακριβά, γι' αυτό το παραλυμένο ψωράλογο. Συχνά μάλιστα, παρ' όλες τις διαταγές του μπαρμπα-Λυκά, έκανε οικονομία στην τροφή του αλόγου, δίνοντάς του μόνο τη μισή μερίδα από τη βρώμη και το σανό του. Κι ένα μίσος φούσκωνε μέσα στο σκοτισμένο του παιδικό μυαλό, το μίσος άρπαγου χωριάτη, κουτοπόνηρου, άγριου, κτηνώδη και αχρείου. Όταν ξανάρθε το καλοκαίρι, έπρεπε να πηγαίνει να μετακινεί το ζώο στην πλαγιά του. Ήταν πολύς ο δρόμος. Ο αλητήριος έφευγε κάθε πρωί, όλο και πιο θυμωμένος, με το βαρύ του βήμα μέσα από τα σπαρτά. Οι άντρες που δούλευαν στα χωράφια του φώναζαν για πλάκα: «Ε, Σιδερή, χαιρέτα μας τον Κοκό!» Εκείνος δεν απαντούσε, παρά τσάκιζε διαβαίνοντας καμιά βέργα από τη φραγή και, αφού μετατόπιζε το γέρικο άλογο, το άφηνε να συνεχίσει να βόσκει· ύστερα, το σίμωνε ύπουλα και το βίτσιζε στα πόδια. Το ζώο έκανε να φύγει, να τσινήσει, να γλιτώσει από τα χτυπήματα, και γύριζε γύρω γύρω τεντώνοντας το σκοινί του σαν νά 'τανε δεμένο σε αλώνι. Και το παλιόπαιδο το χτυπούσε λυσσασμένα, τρέχοντας πίσω του πεισματωμένο, με τα πόδια σφιγμένα από το θυμό. Έπειτα έφευγε αργά, χωρίς να στραφεί πίσω του να δει, ενώ το άλογο με τα πλευρά του πεταγμένα, λαχανιασμένο από το τρέξιμο, τον κοίταζε με τα γέρικα τα μάτια του ν' απομακρύνεται. Και δεν έσκυβε το κοκαλιάρικο κι άσπρο του κεφάλι προς το χορτάρι, παρά μονάχα αφού έβλεπε να χάνεται στο βάθος η μπλε πουκαμίσα του νεαρού χωρικού. Επειδή πια οι νύχτες ήτανε ζεστές, άφηναν τον Κοκό να κοιμάται έξω, στην άκρη του φαραγγιού, πίσω από το δάσος. Μόνο ο Σιδερής πήγαινε να τον δει. Το παιδί όμως διασκέδαζε και πετροβολώντας το. Καθόταν δέκα βήματα μακριά του, σ' ένα πρανές, κι έμενε εκεί κανένα μισάωρο, ρίχνοντας κάθε τόσο ένα κοφτερό χαλίκι στο ψωράλογο που στεκόταν όρθιο, δεμένο μπρος στον εχθρό του, και κοιτώντας τον ασταμάτητα χωρίς να τολμάει να βοσκήσει ώσπου ο μικρός να ξαναφύγει. Όμως η ίδια πάντα σκέψη έμενε καρφωμένη στο μυαλό του τσόγλανου: «Γιατί να τρέφουν αυτό το άλογο που δεν έκανε πια τίποτα;». Του φαινόταν ότι αυτό το άθλιο ψωράλογο έκλεβε το φαγητό των άλλων, έκλεβε την περιουσία των ανθρώπων, τ' αγαθά του Θεούλη, ότι έκλεβε ακόμα κι αυτόν τον ίδιο, τον Σιδερή, που δούλευε. Τότε σιγά σιγά, κάθε μέρα και λίγο το αγόρι περιόρισε τη λουρίδα βοσκής που του άφηνε μετατοπίζοντας τον ξύλινο πάσσαλο απ' όπου ήταν δεμένο το σκοινί. Έτσι, το ζωντανό δεν έτρωγε, αδυνάτιζε, έρεβε. Καθώς ήταν πολύ αδύναμο για να σπάσει τα δεσμά του, τέντωνε το κεφάλι του προς το ψηλό πράσινο χορτάρι που έλαμπε τόσο κοντά του και που η μυρουδιά του τού ερχότανε χωρίς να μπορεί να το πλησιάσει. Όμως να που ένα πρωί του ήρθε, του Σιδερή, μια ιδέα: να μη μετακινήσει άλλο πια τον Κοκό. Είχε μπουχτίσει να πηγαινοέρχεται τόσο μακριά γι' αυτό το κουφάρι. Πήγε εντούτοις για ν' απολαύσει την εκδίκησή του. Το ζώο τον παρατηρούσε ανήσυχο. Δεν το χτύπησε εκείνη τη μέρα. Περιφερόταν τριγύρω του με τα χέρια στις τσέπες. Έκανε μάλιστα πως θα του άλλαζε δήθεν τόπο, αλλά έμπηξε βαθύτερα τον πάσσαλο, στην ίδια ακριβώς τρύπα, κι έφυγε κατευχαριστημένος με το εύρημά του. Το άλογο, βλέποντάς τον να φεύγει, χλιμίντρησε για να τον φέρει πίσω, αλλά ο τσόγλανος άρχισε να τρέχει, αφήνοντάς το μονάχο του, ολομόναχο στο λαγκάδι του, καλά δεμένο και δίχως το παραμικρό χορταράκι εκεί πλάι του. Λιμασμένο εκείνο, πάσχισε να φτάσει το παχύ χορτάρι που το άγγιζε με τα ρουθούνια του. Γονάτισε και τέντωσε το λαιμό απλώνοντας τα μεγάλα σαλιάρικα χείλη του. Μάταια όμως. Όλη τη μέρα εξαντλήθηκε το γέρικο ζώο κάνοντας ανώφελες και φοβερές προσπάθειες. Η πείνα το θέριζε και μάλιστα είχε γίνει πιο φρικτή, καθώς έβλεπε όλη αυτή την πράσινη τροφή που απλωνόταν ώς τον ορίζοντα. Ο Σιδερής δεν επέστρεψε εκείνη τη μέρα. Αλήτεψε στα δάση γυρεύοντας φωλιές. Εμφανίστηκε πια την επομένη. Ο Κοκό είχε ξαπλώσει εξουθενωμένος. Βλέποντας το παιδί, σηκώθηκε και περίμενε να του αλλάξει επιτέλους θέση. Μα το χωριατόπουλο ούτε που άγγιξε καν τη ματσόλα που βρισκόταν πεταμένη στο χορτάρι. Πλησίασε, κοίταξε το ζώο καλά, του πέταξε στο ρύγχος ένα σβώλο χώμα, που σκόρπισε πάνω στο άσπρο του τρίχωμα, κι έφυγε σφυρίζοντας. Το άλογο παρέμεινε όρθιο, ώσπου να τον χάσει από τα μάτια του· έπειτα, αφού κατάλαβε πως οι προσπάθειές του να φτάσει το χορτάρι θα ήταν ανώφελες, ξάπλωσε και πάλι στο πλευρό κι έκλεισε τα μάτια. Την άλλη μέρα δεν ήρθε ο Σιδερής. Όταν τη μεθεπόμενη πλησίασε τον Κοκό, που εξακολουθούσε να παραμένει ξαπλωμένος, είδε ότι είχε ψοφήσει. Τότε στάθηκε όρθιος και τον παρατηρούσε ευχαριστημένος με το κατόρθωμά του και συγχρόνως απορώντας που είχαν όλα κιόλας τελειώσει. Τον σκούντηξε με το πόδι του, του σήκωσε το ένα πόδι κι έπειτα το άφησε να ξαναπέσει, κάθησε πάνω του κι έμεινε εκεί, με το βλέμμα καρφωμένο στο χορτάρι, χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Επέστρεψε στην αγροικία, αλλά δεν είπε λέξη για το συμβάν, γιατί ήθελε ν' αλητέψει κι άλλο τις ώρες που συνήθως πήγαινε ν' αλλάξει θέση στο άλογο. Πήγε την άλλη μέρα να το δει. Κοράκια πέταξαν μακριά μόλις πλησίασε. Αμέτρητες μύγες περπατούσαν πάνω στο ψοφίμι και βομβούσαν ολόγυρα. Όταν επέστρεψε στην αγροικία, ανακοίνωσε το γεγονός. Το ζώο ήταν τόσο γέρικο, που κανείς δεν ξαφνιάστηκε. Τ' αφεντικό είπε σε δυο υπηρέτες: «Πάρτε τα φτυάρια σας κι αντέστε να το χώσετε εκεί που βρίσκεται.» Και οι άντρες έθαψαν το ζωντανό ακριβώς εκεί όπου είχε ψοφήσει από την πείνα. Και το χορτάρι φύτρωσε πυκνό, καταπράσινο και ζωηρό, θρεμμένο από το κακόμοιρο το σώμα του. [πηγή: μτφ. Φοίβος Πιομπίνος, Η Λέξη 120 (Μάρτ.-Απρ. 1994), σ. 166-169] |