Παύλου Νιρβάνα, «Στο ξένο σπίτι» (αποσπάσματα)

[...]

Όταν ο πατέρας μου έχασε την περιουσία του από μια ώρα σε άλλη, όπως χάνονται τόσα πράγματα στον κόσμο, τα κτήματά μας πουλήθηκαν ένα-ένα στη δημοπρασία. Τελευταία ήρθε και η σειρά του σπιτιού μας. Μια κυριακή πρωί, πριν πάμε στην εκκλησία, το σπίτι ήτον ακόμη δικό μας. Όταν γυρίσαμε, μάθαμε πως καθόμαστε σε ξένο σπίτι. Και σε λίγες μέρες έπρεπε να ξεσπιτωθούμε από το σπίτι, που είχε κτίσει ο ίδιος ο πατέρας μου, πέτρα προς πέτρα, αρχιτέκτων κι' επιστάτης ο ίδιος, ακολουθώντας το να ψηλώνη σιγά-σιγά για μήνες ολόκληρους από τα θεμέλια ώς τη στέγη. Μια μέρα επί τέλους κουβαλήσαμε τα πράγματά μας. Ο πατέρας μου, με όλη του την αρρώστεια, που τον είχε καρφωμένο για χρόνια σε μια πολυθρόνα, ήταν γενναίος άνθρωπος. Και μολονότι είχε δέκα χρόνια να βγη μέσα από το σπίτι του, όταν έβγαινε τώρα, για να μη ξαναγυρίση, δε δείλιασε καθόλου. Εβάσταξε τον αποχαιρετισμό, σαν παλληκάρι. Θυμούμαι μόνο, πως σαν τον πιάσαμε από τα χέρια και τον βάλαμε στο αμάξι δε γύρισε καθόλου τα μάτια του πίσω να ιδή το σπίτι του, που άφηνε. Ήταν μάλιστα βιαστικός κι' ανυπόνομος να φύγη μιαν ώρα αρχήτερα.

— Εμπρός, αμαξά, τράβα!

Φώναξε με φωνή αποφασιστική. Και το αμάξι κύλισε. Η μητέρα μου δεν έλεγε λέξη. Εγώ, καθισμένος στο αντικρυνό σκαμνί, κύτταξα το περιβόλι μας που χανότανε πίσω μας και, μέσα στο δροσερό πρωινό φως, οι ανθισμένες ακακίες, και η γαζία μας, που σκαρφάλωνε απάνω από τον τοίχο κ' έδειχνε τα κίτρινα λουλούδια της στο δρόμο, θαρρούσα πως μου μιλούσαν μια γλώσσα που την εκαταλάβαινα. [...]

Όταν φτάσαμε στο καινούργιο σπίτι, ένα σπίτι με νοίκι, χαμηλό και μελαγχολικό, μέσα σ' ένα στενό δρόμο, βοήθησα τον πατέρα μου να κατέβη από το αμάξι. Καθώς τα πόδια του ήσαν μισοπαραλυτικά, κοπίασε πολύ νανέβη τα δυο-τρία σκαλοπάτια του καινούργιου σπιτιού. Πέρασε με κόπο τη στενή, χαμηλή θύρα. Δεν μπορούσε να καταλάβη κανείς αν ήτανε λυπημένος ή πονούσε. [...]

Από τον καιρό εκείνο δεν ξαναγύρισα. Απόφυγα μάλιστα να περάσω από τον παληό δρόμο. Συχνά βρέθηκα σε ανάγκη να το κάμω, μα πάντα άλλαζα δρόμο, έκανα έναν αλλόγυρο και τραβούσα τη δουλειά μου. [...]

Είχαν περάσει τέσσερες μήνες από τον καιρό που άφησα για πάντα το παληό μας σπίτι. Στο καινούργιο σπίτι είχαμε φέρει μαζί μας τη μελαγχολία μας, χωρίς τα πελαγίσια δροσερά βάλσαμα του μπάτη, χωρίς τις ευωδιές των ακακιών και της γαζίας μας. Ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να βαστάξη στην καινούργια ζωή. Τώρα καταλαβαίνω, πως η ομορφιά τον κρατούσε στον κόσμο. Η σκοτεινή λύπη του νέου σπιτιού τον έπνιξε. Και μια μέρα πέρασε πάλι για τελευταία φορά, κάτω από την στενή, χαμηλή θύρα. Και το πρόσωπό του ήτανε πιο χαρούμενο και πιο ήμερο, τώρα που έφυγε, από την ημέρα που ερχότανε.

Τέσσερες μήνες, ναι, σωστοί τέσσερες μήνες είχαν περάσει από τον καιρό που αφήσαμε το παληό μας σπίτι. Ένα βράδυ γύριζα να κοιμηθώ, με μια παράξενη ευθυμία. Ο νους μου έτρεχε στα πιο εύθυμα πράγματα της ζωής. Και τα πόδια μου μ' έφερναν ελαφρά, χωρίς να καταλαβαίνω πού πηγαίνω. Έφθασα στη θύρα του παλαιού μας σπιτιού και χτύπησα το κουδούνι. Ο ήχος μου ήτον γνωστός και ευχάριστος. Δυο χτυπήματα σαν πάντα. Και περίμενα να μου ανοίξουν. Μια αλαφριά ευωδία από τα νυχτολούλουδα με χαιρετούσε από τα βάθη του κήπου. Άξαφνα ανοίγει ένα παράθυρο. Ο κρότος του μού φάνηκε πως με ξύπνησε από ένα ωραίο όνειρο σε μιαν άσχημη ζωή. Είχα καταλάβει πια την πλάνη μου. Στο σπίτι μας δεν άνοιγαν ποτέ έτσι τα παράθυρα σα χτυπούσε η θύρα. Μα δεν ήταν πια καιρός να διορθωθή το λάθος μου. Μια στιγμή σκέφθηκα να τρέξω και να χαθώ σαν κλέφτης. Έμεινα ως τόσο καρφωμένος εκεί, μπροστά στην ξένη θύρα. Μια φωνή άγρια μού χτύπησε τ' αυτιά.

— Ποιος είνε;

Έμεινα βουβός.

Δεύτερη φωνή, αγριώτερη.

— Ποιος είνε;

— Εδώ κάθεται, σας παρακαλώ, ο κύριος...;

Και είπα με ντροπή το οικογενειακό μας όνομα, κρύβοντας το πρόσωπό μου στη σκιά.

Το παράθυρο έκλεισε δυνατά, με λίγα μασσημένα λόγια, που δεν τα κατάλαβα. Το λάθος ήταν δικό μου. Είχα χαλάσει το βαρύν ύπνο ενός ευτυχισμένου ανθρώπου.

Τράβηξα τον δρόμο μου, με μια τρεμούλα στα γόνατα, μακρυά από την ξένη θύρα. Στο χαμηλό ταρατσάκι, δίπλα στη μάντρα, ένα ταρατσάκι που σκέπαζε τα δωμάτια του κηπουρού μας, ένα μαύρο κουλουριασμένο πράγμα, κοντά στον καπνοδόχο, μ' έκαμε να σηκώσω τα μάτια μου. Ήτανε η χαϊδεμένη μας γάτα. Πάντα στην ίδια της θέση, κοντά στον καπνοδόχο. Αυτή μονάχα δε θέλησε να μας ακολουθήση. Έμεινε πιστή στο παληό σπίτι. Καμμιά δύναμη δεν μπορούσε να ξεκολλήση το αδύνατο αυτό πλάσμα, από τη στέγη που γεννήθηκε. Και, δεν ξέρω πώς, το ασθενικό αυτό πλάσμα μού γέννησε κάποιο σεβασμό με τη δύναμη της αγάπης του. Έκαμα να την φωνάξω, ν' ακούσω το παραπονετικό νιαούρισμά της, να της πω ακόμα, πως πέθανε ο πατέρας... Μα ο ήσυχος, ευτυχισμένος ύπνος της, μου φάνηκε σαν κάτι ιερό, κάτω από την ωραία αστροφεγγιά. Την άφηκα να κοιμηθή, κουλουριασμένη απάνω στο δώμα, δίπλα στον καπνοδόχο. Εγώ μονάχα έπρεπε να φύγω μακρυά από το ξένο σπίτι. Και τράβηξα το δρόμο μου, με βιαστικά βήματα, σαν κλέφτης.

[πηγή: Ιστορία ενός εγκλήματος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σ. 52-65]

εικόνα