Κώστας Ουράνης, «Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζουμαι...»

Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζουμαι,
που πια να ταξιδέψουν δε μπορούνε
κι αράξαν στο νησί τους — και τις μέρες τους
ανώφελοι και άνεργοι περνούνε·

που είναι σαν ξένοι στη ζωή τη γύρω τους
και στο νησί τους σα φυλακισμένοι,
που σέρνουνται σκυφτοί και λιγομίλητοι
κι ο νους τους στα ταξίδια τους πηγαίνει·

που πάντα τη φανέλλα με την κόκκινη
την άγκυρα στο στήθος τους φοράνε
και που, όταν περπατάν, σκαμπανεβάζουνε
σα μέσα σε καράβι ακόμα να 'ναι·

που, στεριανοί, δεν παύουνε να γνοιάζουνται
για τον καιρό στη θάλασσα που κάνει,
που κι ούτε μιαν ημέρα δεν αφήνουνε
χωρίς να κατεβούνε στο λιμάνι·

και που, όταν ο χειμώνας μέσ' στο σπίτι τους
τούς κλείνει, προς στο τζάκι τους, τα βράδυα,
μ' υπομονή κι αγάπη —για τ' αγγόνια τους
είτε γι' αυτούς— μικρά φτιάνουν καράβια...

[πηγή: Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1953, σ. 149]

εικόνα