Νικόλαος ΚασομούληςΣτρατιωτικά ενθυμήματαΟ Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης (1795 - 1872) έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και πολέμησε στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Ήταν μορφωμένος και από το 1832 άρχισε να γράφει τις εμπειρίες του από τον Αγώνα. Το έργο τελείωσε το 1841 και το 1940 εκδόθηκε σε τρεις τόμους με επιμέλεια του Γιάννη Βλαχογιάννη και με τίτλο: Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 - 1833. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ή μαρτυρία του Κασομούλη σχετικά με την πολιορκία του Μεσολογγίου. Από αυτήν είναι και το απόσπασμα που ακολουθεί και μας δίνει σκηνές από την ηρωική έξοδο. [Σκηνές από την έξοδο] Περιφερόμενος ανά τους προμαχώνας και κοινοποιών εις τους Αξιωματικούς το σχέδιον, ενύκτωσεν, και επίστρεψα πάλιν εις του Μακρή την Δάμπιαν, οπού ήσαν έτοιμοι όλοι. Άκρα ησυχία και άμιλλα· επείραζεν ένας τον άλλον γελώντες: - Ποιος ηξεύρει αύριον πού θα παίρνη η ράχη σου αέραν... Ανέκδοτον. - Ένας αξιωματικός του Στορνάρη, Αποστόλης Τζαλαχάς, 55 χρονών άνθρωπος, μικρόθεν Αρματολός, βλέπων τον εαυτόν του αδύνατον ή ώστε να σωθή, και έχων άρματα χρυσά και χρήματα έως 10 χιλδ. γρ. εις το κιμέρι του, εξεζώθη ετούτα όλα και τα δίδει να τα ζωθή και αρματωθή ένας ανεψιός του γυμνός Γιώτης Σεΐζη. Ενδύσας τούτον και λαβών εκείνος τα άρματα εκείνου, τον έδωσεν ο Αποστόλης την ευχήν του λέγων: - Παιδί μου, λέγει, από μικρό παιδί Κλέφτης και Αρματολός αυτά εκέρδισα - λάβε τα·δεν τα εντρόπιασα εις κανένα μέρος. Τα γόνατά μου δε βαστούν να τρέξω τόσον κάμπον και ανήφορον· σε τα δίδω με την ευχήν μου·έλα να σε φιλήσω, και να δώσης εξ αυτών και διά την ψυχήν μου. Εγώ πλέον μένω να αποθάνω εδώ, όπου θέλει πλέξει το βουβάλι εις το αίμα, μετά την φυγήν σας. Εκεί ήτον και ο Στορνάρης. Τον είπα λοιπόν ότι: - Εγώ πηγαίνω εις την θέσιν μου, και θα περιμένω εκεί έως να διαβή ο Τζιαβέλας, να κινήσω μαζί του· πλην εσύ να μείνης αυτού οπού είσαι, να μη χαθούμεν. Όλοι οι Οπλαρχηγοί και στρατιώται επήγαμεν και αποχαιρετίσαμεν τους συναγωνιστάς μας, φίλους και συγγενείς, πληγωμένους και ασθενείς, οίτινες με δάκρυα χαράς μάλλον παρά με λύπην χωριζόμενοι από ημάς, έμειναν να πεθάνουν πολεμούντες· κανένας από αυτούς δεν αγανάκτιζεν, διότι ο κίνδυνος της ζωής ήτον επίσης ο ίδιος και εις αυτούς και εις ημάς. Όλοι εύχοντο προς τους αναχωρούντας την καλήν αντάμωσιν εις τον άλλον κόσμον. Φθάνοντας εις τον Ανεμόμυλον, αμέσως επήγα και ηύρα και τον Καψάλην εις την πυριτοθήκην εκοινοποίησα προς αυτόν τι ώρα έπρεπεν να βάλη φωτιά·αυτός μ' αποκρίθη ότι: - Δεν θέλω ερμηνείαν, μόνον ώρα καλή σας, και όταν φθάσετε προς τον ριζόν του βουνού, ακούτε και βλέπετε τον Καψάλην σας που θα απετά. Εις αυτήν την στιγμήν απέρασεν ο Τζιαβέλας από το μέρος μας, και μας ειδοποίησεν να τραβηχθούμεν· διευθύνθη δε βαδίζων την ακρογιαλιάν διά να έβγη προς την Μαρμαρούν, ώστε να συνάξη όλους γύρωθεν. Όλα τα ανδρόγυνα εδιευθύνοντο εις την προσδιορισθείσαν γέφυραν, ωσάν αρνάκια με άκραν σιωπήν·οι πατέρες με τα γιαταγάνια εις το εν χέρι κρεμασμένα, τα δουφέκια από το λουρί εις τον ώμον, και με το άλλον καθένας να βαστά ή κανέν παιδάκι του ή την σύζυγόν του, και να πηγαίνουν. Πολλαί γυναίκες ενδύθησαν ανδρίκεια και αρματώθησαν, και δεν εδιακρίνοντο εις το βάδισμα από τους άνδρας. Ανέκδοτον Διαβαίνοντας από τον δρόμο της οικίας του Νότη, ηύρα μίαν γυναίκαν και τρεις άλλους ασθενείς Μισολογγίτας συρομένους και κυλιομένους εις την πλαταίαν. Η γυναίκα εκραύγαζεν· «πού μας αφήνετε», όσον εδύνατο·οι ασθενείς έκλαιγαν. Την επίπληξα διά τες φωνές, αυτή εξακολουθούσεν·εβιάσθην και την έπαισα με την λόγχην. Ακούγω μίαν φωνήν γνωστήν: «Νικολάκη, εσύ φονεύεις την μητέραν μου; - Ναι, λέγω, διότι θα μας προδώση». Εγνώρισα τον άνθρωπον, και ήτον ο ατρόμητος νέος και ήρωας πρώην σαλπικτής μας Γρηγόρης, Μισολογγίτης· τον εφίλησα με δάκρυα κι εγώ και οι σύντροφοι, επί ποδός και με βίαν, πλην αδύνατον ήτο να βοηθηθή. Τον παρηγόρησα, και τον είπα να κρεμάση την τύχην του εις του Θεού το χέρι, καθώς και ημείς. Φθάσας εις το καλύβι του Μακρή, βλέπω ότι ο Στορνάρης έλειπεν εις άλλο, ενώ όλοι ήσαν έτοιμοι, διψώντες πότε να φθάση η ώρα. Τρέχοντας να εύρω τον Στορνάρην απαντώ τον μακαρίτην Κώσταν Νάστον. - Ωρέ Νικολάκη, μοι λέγει, γεφύρια δεν επήραμεν να βάλωμεν εις το αυλάκι του Ουμέρ Πασιά·πώς θα περάσουν ο κόσμος λοιπόν; Τον πήραμεν εις τον λαιμόν μας. - Τώρα μας το λέγεις; τον λέγω·τι έκαμες; Από τον θεόν να το εύρης! Εκεί πλησίον ήτον ο Καπ. Μήτρος Δεληγεώργης και ο Βασίλης Χασάπη. - Ωρέ αδελφοί, τους λέγω, εχάθη ο κόσμος -ογρήγορα στρώματα από τες καλύβες να γιομίσωμεν εις ένα μέρος το αυλάκι, διότι κανένας δεν θέλει δυνηθή να έβγη. Ενθυμήθησαν και τούτοι ευθύς τον κίνδυνον, και ούτως αμέσως ο πρόθυμος Δεληγιώργης και ο Βασίλης Χασάπη και όλοι οι στρατιώται, όσοι ήμεσθον εκεί γύρωθεν, επήραμεν καθείς από εν στρώμα και το ερίξαμεν· και άρχισαν όλοι οι στρατιώται να κουβαλούν και να γιομίζουν. Πλην η ώρα η προσδιορισμένη πλησίαζεν. Η Σελήνη ήτον δεκαήμερος, εις την αύξησίν της· προ μισής ώρας εσκεπάσθη με εν σύννεφον σκοτεινόν και δροσώδες· έβρεξεν ολίγον, και άρχισεν ο τόπος να γλιστρά·πλην εδοξάσαμεν τον Θεόν, διότι εκείνην την στιγμήν εσκέπασεν το φέγγος της σελήνης, ώστε να ωφεληθούμεν από το σκότος εις το κίνημα, πριν οι εχθροί μας καταλάβουν. Τρέχοντες λοιπόν όλοι, εδυνήθημεν να σκεπάσωμεν από το αυλάκι έως δύο οργιές το πλάτος τόπον. Επίστρεψα από την γιόμωσιν του αύλακος, και ηύρα τρυπωμένον τον Στορνάρην, κατά συγκαιρίαν, εις εν καλύβι του Βασίλη Χασάπη, ομού με τους δύο αδελφούς μου και στρατιώτας του σώματός μας. Είδαμεν με αγανάκτησιν ένας τον άλλον. - Τι έπαθες και σ' εχάσαμεν; μοι λέγει. - Εγώ τι έπαθα, τον λέγω, ή εσύ οπού αλλού έβαλες το σύνθεμα να έλθω, και αλλού πήγες; Ευρισκόμενοι όλοι οι Έλληνες ετοιμασμένοι εις το γελέκι,με το σπαθί και το μαχαίρι εις το χέρι, και με το ντουφέκι εις τον ώμον, ιδού φθάνει και ο Νότης. Εδιάβαινεν ερχόμενος προς την προσδιωρισμένην γέφυραν. Ερώτησεν ποιος ήτον μέσα. Τον είπαμεν, ο Στορνάρης. - Σήκω, τον λέγει, Στορνάρη· εκινήσαμεν, εις το όνομα του Θεού! Ο Στορνάρης τον αποκρίνεται: - Να περιμένωμεν, έως ότου να φύγουν αι γυναίκες πρώτα. - Ημείς κινούμεν, τον λέγει ο Νότης, και όποιος έχει γυναίκα ας φροντίση πλέον δι' αυτήν·δεν γινόμεθα φύλακες των γυναικών των αυτήν την ώραν! Ο Στορνάρης έφερνεν την κάπαν του μαζί του, την φλοκάταν και τα άρματά του. Τον είπα να τα ρίξη όλα να ελαφρωθή, δεν ηθέλησεν·«διότι κρυολογώ», αποκρίθηκεν. Την στιγμήν αυτήν, ο Ιμπραΐμης έρριπτεν ακατάπαυστα βόμβες εις την πόλιν, ενώ όλοι ευρισκόμεθα εις το ποδάρι·όλοι κρυφογελούσαν εννοήσαντες ότι δεν είχεν θετικήν πληροφορίαν της ώρας και του τρόπου της εξόδου μας. Φιλούντες το χώμα του Μεσολογγίου, αποχαιρετούσαμεν με δάκρυα μίαν θέσιν, ήτις μας εφαίνετο ότι ήτον ο Παράδεισος, και εις την οποίαν αφήναμεν τόσους ήρωας ζωντανούς, μ' όλον οπού αγνοούσαμεν και ημείς την τύχην μας. Αμέσως εκινήθημεν, κατόπιν του Νότη. Ο Στορνάρης έσερνεν και το άλογόν του με το δισάκκι του· ενώ ακόμη ήμασθον συσσωρευμένοι, προστάζει έναν στρατιώτην να το εβγάλη το άλογο περνώντας το από άλλο μέρος. Το πήρεν ένας σεΐζης του, και ούτως εξήλθαμεν από την πρώτην γέφυραν. Ο Γεωργάκης Κίτζιου είχεν εβγάλει το άτι του έξω από πριν, και επεριφέρετο ο σεΐζης του Κιαρμπαμπάς με αυτό έξω, ενώ ημείς εβγαίναμεν. Άκουσαν οι Τούρκοι τον κρότον των ποδαριών εις τας γέφυρας· διότι ακούγετο ως ένας βαθύς βουβουνισμός. Επλησίασαν οι εμπροσθινοί έως εις τες άκρες των αντίκρυ δύο εχθρικών προμαχώνων· εγιόμωσεν η πλαταία εκείνη έως εις το αυλάκι του Ουμέρ Πασιά. Το σύννεφον, το οποίον εκάλυπτεν την Σελήνην, ετραβήχθη καθ' ην στιγμήν εβγαίναμεν -και το περισσότερον μέρος της Φρουράς είχεν έβγει, και εξαπλώθησαν εις την πεδιάδα- μας είδαν οι Άραβες εξερχομένους, και αρχίζουν τον δουφεκισμόν και τον κανονοβολισμόν. Μια ώρα σχεδόν υπομείναμεν την φωτιάν εκεί, πλαγιασμένοι και σιωπώντες. Ο Στορνάρης με τους στρατιώτας του ευρέθη μέσα εις τον αύλακα, και επροσμέναμεν να τραβηχθούν οι διαβάντες διά να εύρωμεν τόπον να κινήσωμεν και ημείς κατόπιν. Το μυστικόν ήτον «τζικούρι και στορνάρι». Εκείνην την στιγμήν, ακούσθη μία φωνή, ότι εις τον Άγιον Σώστην πολεμούν οι εδικοί μας· όλοι επιστρέψαμεν τα πρόσωπα να ιδούμεν, και να σταθούμεν κατά το σχέδιον, και επιστρέψωμεν, πλην ήτο ψεύμα. Περιμείναντες τόσην ώρα να κτυπήση η «βοήθεια» το στρατόπεδον, είδαν οι εμπροσθινοί μας ότι καμία τοιαύτη βοήθεια δεν φαίνεται· μας ειδοποίησαν να είμεσθεν έτοιμοι, και αμέσως οι μεν ορμήσαντες προς τον δεξιόν εχθρικόν προμαχώνα, οι δε προς τον αριστερόν - οι Τούρκοι άφησαν τους προμαχώνας και έφυγον άλλοι εδώθεν και άλλοι εκείθεν. Εβγήκεν ο σημαιοφόρος Αργύρης πρώτος, και με τους οδηγούς ομού και με τον Νότην άρχισαν συγκεχυμένως πλέον να εξέρχονται ασπαζόμενοι και αποχαιρετούντες καθείς το ιδικόν του οχύρωμα εις την θύραν και τας βαθμίδας με αναστεναγμούς: - Αχ, Μισολόγγι, αχ, αίματα οπού εχύσαμεν άδικα...
δάμπια: τάμπια και τάπια (λεξ. τουρκ.) που σημαίνει οχύρωμα, προμαχώνας. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Jean-Charles Langlois (Λανγκλουά) (1789-1870), Άλωση του Μεσολογγίου, χαλκογραφία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο |