Γεώργιος ΧορτάτσηςΚατζούρμπος
|
ΚΟΥ. |
Κατζούρμπο, θες να 'ρθείς κι εσύ στη μάχη μετά μένα; |
|
ΚΑ. |
'Σ ποια μάχη; | |
ΚΟΥ. |
Εκεί οπού πολέμου, τ' αυτιά σου να γρικούσι |
5 |
παντιέρες ομορφότατες να βλέπεις πάσα μέρα· |
10 |
|
ΚΑ. |
Συμπάθησ' μου, δεν έρχομαι 'ς τέχνη που δεν μ' αρέσει |
15 |
όπου κι α μ' εύρει, πάραυτα ζιμιό να μ' αποθάνει. |
20 |
|
ΚΟΥ. |
Κακόμοιρε κι ατύχουλα, σα μποθρακός δε βγαίνεις |
25 |
με μια θωριά αγριότατη να διώξω σα γαϊδάρους, |
||
ΚΑ. |
Πώς; τρώσινε και τα σπαθιά; |
|
ΚΟΥ. |
Τρώσι μαθές κι εκείνα. |
|
ΚΑ. |
Ετούτο δεν το κάτεχα. Γιαύτος από την πείνα |
30 |
έφαγε το φηκάρι του και τούτο το δικό μου· |
||
ΚΟΥ. |
Λοιπό, ανέ λάχεις 'ς μια μαλιά, δε σε βαστάρ η ψη σου |
|
ΚΑ. |
Είπα το 'γω από μιας αρχής, δεν έμαθα σκριμίδα. | 35 |
| λοιπό, ανέ λάχει τίβοτις, έχε σε μένα ολπίδα! | ||
ΚΟΥ. |
Αμ' ίντα θες με το σπαθί κι έρχεσαι μετά μένα; | |
ΚΑ. |
Άμα σε ρεσαλτάρουσι, να σου το δώσω εσένα, |
40 |
ΚΟΥ. |
Κατζούρμπο, γύρισ' εδεπά, ξεσπάθωσε. |
|
ΚΑ. |
Να ζήσεις, μη με πειράζεις, κι άσι με. |
|
ΚΟΥ. |
Μη θες να με μανίσεις! | |
ΚΑ. |
Πώς; μετά σένα εστοίχισα για να με ξεκοιλιάσεις; |
|
ΚΟΥ. |
Δε θέλω να μαλώσω εγώ... |
45 |
ΚΑ. |
Επ'άσ' εδά! | |
ΚΟΥ. |
Ξεσπάθωσε! Αν επήδας |
|
ΚΑ. |
Άσι με, καλέ, για ίντα με σκοτώνεις; | |
ΚΟΥ. |
Να μάθεις θέλω, α λάχομε ποθές, α μ' ασσαλτάρει |
50 |
ΚΑ. |
Πλια ντάνο, εις την πίστη μου, σου θέλω δώσει μόνο. Βλέπε μην αφιδαριστείς σε μένα. - Ξεσπαθώνω! |
|
ΚΟΥ. |
Στάσου σα με θωρείς εμέ, έχ' έτσι το σπαθί σου, |
55 |
μ' ένα μαντρέτο, το λοιπό κι ο πόδας ο δικός σου |
||
ΚΑ. |
Πώς, έτσι, ε; (Του βαρεί τον πόδα με το σπαθί). | |
ΚΟΥ. |
Οϊμένα, οϊμέ! σκύλε, στον πόδα κάτω μου βάρηκες! |
60 |
ΚΑ. |
πως πλια κακό παρά καλό θες έχεις από μένα. |
|
ΚΟΥ. |
Δε μ' έκοψες, μα επόνεσα. Πρέπει μου τούτη κι άλλη, |
|
λουμπάρδα και μπομπάρδα: όπλο που έριχνε βόμβες ή πέτρες.
αρκουμπουζιά: η βολή ή ο κρότος από την εκπυρσοκρότηση του αρκουμπουζιού (πυροβόλου όπλου).
ράσσω: εφορμώ.
πάντεσμη και πάντες: μήπως.
μιτσό: μικρό.
ζιμιό: αμέσως.
πούρι: όμως, βέβαια.
έπαρε: πάρε.
μαγάρι: μακάρι.
μαλιά: μάχη.
ατύχουλας: εδώ πολύ δειλός.
μποθρακός: βάτραχος.
οχ τα πηλά: από τη λάσπη.
σολδάδος: στρατιώτης.
τσαούσης: υπαξιωματικός (τουρκ.).
τρώσινε: τρώνε.
γιαύτος: γι' αυτό.
βαστάρει: βαστάει.
ψη: ψυχή.
σκριμίδα: ξιφομαχία.
ρεσαλτάρω: επιτίθεμαι, εφορμώ.
εδεπά: εκεί (τοπ. επίρ.).
εστοίχισα: (ρημ. στοιχίζω)· υπηρετώ ως δούλος.
εδά: τώρα (χρον. επίρ.).
ασσαλτάρω: επιτίθεμαι, εφορμώ.
κομπανία: ομάδα στρατιωτών (λόχος)
πλιά ντάνο: περισσότερη ζημιά.
αφιδάρομαι: εμπιστεύομαι.
πόντα (η): η αιχμή.
βάρδια: φρουρά.
στάσου στη βάρδια τουτηνέ: στάσου σ' αυτή την αμυντική στάση.
μαντρέτο: ειδικό χτύπημα του σπαθιού (όρος της ξιφασκίας).
ροβέρσο: χτύπημα με αντίθετη κατεύθυνση (όρος της ξιφασκίας).
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ