Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Μπεργαδής

 

Απόκοπος  Η πρώτη σελίδα του «Απόκοπου». Από την έκδοση του 1534  Μπεργαδής, «Απόκοπος» (απόσπασμα)  Απόκοπος [πηγή: Δημώδης Γραμματεία ΚΕΓ]

Ο Απόκοπος του Μπεργαδή είναι από τα πιο αξιόλογα έργα της πρώιμης κρητικής λογοτεχνίας. Φαίνεται ότι γράφτηκε στην Κρήτη στα τέλη του 15ου αι., όπως συμπεραίνουμε από εσωτερικά τεκμήρια και κυρίως από τη γλώσσα του. Τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1519 και ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις, που μαρτυρούν τη μεγάλη του φήμη.

Για τον ποιητή Μπεργαδή δεν ξέρουμε τίποτε, πιστεύεται όμως ότι καταγόταν από το Ρέθυμνο, όπου συναντούμε το ίδιο επώνυμο σε καταλόγους του 17ου αιώνα.

Το ποίημα εκτείνεται σε 490 στίχους. Ο ποιητής περιγράφει μια κάθοδό του «εις Άδου». Το θέμα είναι πολύ παλιό· το συναντούμε στον Όμηρο, στο Βιργίλιο και, στα νεότερα χρόνια, στο Δάντη. Ο Μπεργαδής το χειρίζεται με τρόπο εντελώς προσωπικό. Αρχίζει με μια αλληγορική διήγηση· διηγείται ότι ονειρεύτηκε πως ανέβηκε σ' ένα δέντρο (το δέντρο της ζωής), όπου φώλιαζε μελίσσι, για να δρέψει το μέλι. Έσπασε όμως το δέντρο και ο ποιητής έπεσε στον γκρεμό και στο ανοιχτό στόμα ενός δράκοντα (τον Άδη). Έτσι βρέθηκε ζωντανός στον Κάτω Κόσμο. Εκεί τον τριγυρίζονν οι νεκροί και ζητούν να μάθουν αν υπάρχει ακόμα ο Απάνω Κόσμος κι αν οι ζωντανοί τούς θυμούνται -όπως φαίνεται και στα αποσπάσματα που ακολουθούν.

«Για τον Μπεργαδή ο θάνατος δεν είναι τόσο η διάλυση του φυσικού οργανισμού όσο η απόλυτη απουσία από τη ζωή και από τη μνήμη [των ζωντανών]. Αυτή την έννοια έχει και η επιμονή του στο θέμα της λήθης των νεκρών».1 Τον τίτλο του το έργο τον πήρε από τον πρώτο στίχο του:
Μιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην
   (=κάποτε νύσταξα από την κούραση και επιθύμησα να κοιμηθώ).

[Ειπέ μας αν κρατεί ουρανός]

«...Ειπέ μας αν κρατεί ουρανός κι αν στέκει ο κόσμος τώρα·
ειπέ αν αστράπτει και βροντά και αν συννεφιά και βρέχει
και ο Ιορδάνης ποταμός αν κυματεί και τρέχει·
και αν είναι κήποι και δεντρά, πουλιά να κιλαδούσι
και ανέ μυρίζουν τα βουνά και τα λαγκάδια αχούσιν.

10

Είναι λιβάδια δροσερά, φυσά γλυκύς αέρας,
λάμπουσιν τ' άστρη τ' ουρανού και αυγερινός αστέρας;
Και ανέ σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και αν γέρνουνται και την αυγήν ν' άφτουσι τες λαμπάδες.
Παιδιά και να μαζώνουνται νέοι το καλοκαίριν

15

και να περνούν τες γειτονιές κρατώντ' από το χέριν
και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι
και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;
Γίνουνται γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες;
Φιλοτιμούνται οι λυγερές τάχα και χαίροντ' όλες;

20

Στον κόσμον, τον εδιάβαινες, στες χώρες, τες επέρνας,
οι ζωντανοί, οπού χαίρουνται, αν μας θυμούντ' ειπέ μας...»
......................................................................
...Και απείτις τους εσύντυχα και αυτοί αποκριθήκαν,
έποικαν σχήμα σιωπής και το ρωτάν φήκαν.
Και αναστέναξαν κι είπασιν οκάτι καταλόγιν,

25

αθιβολήν πολύθλιβον κι έμοιαζεν μοιρολόγιν.
Άκουσε τι εν το λέγασιν και τι 'ν το τραγουδούσαν
και πώς, όσο το λέγασιν, δακρύων ουκ εφυρούσαν·
«Χριστέ, να ράγην το πλακί, να σκόρπισεν το χώμα,
να γέρθημεν οι ταπεινοί από τ' ανήλιον στρώμα!

30

Να διάγειρεν η όψη μας, να στράφην η ελικιά μας,
να λάλησεν η γλώσσα μας, ν' ακούσθην η ομιλιά μας!
Στον κόσμον να πατήσαμεν, στην γην να περπατούμαν
και να καβαλλικεύγαμεν, γεράκια να βαστούμαν·
Και πριν εμάς να σώσασιν στους οίκους τα ζαγάρια,

 

να δόθην λόγος κι έρχουνται οι λείποντες- καθάρια,
να 'δαμεν τις να ξέβηκεν εις συναπάντησίν μας
και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας...».

 


 1. Στυλιανός Αλεξίου, Απόκοπος - Βοσκοπούλα, (Εισαγωγή) εκδ. Ερμής σ. 11.
κρατεί ο ουρανός: υπάρχει.
συννεφιά: συννεφιάζει.
Ιορδάνης: ο Γαλαξίας.
ανέ: αν.
αχώ: αντηχώ.
γέρνομαι: εγείρομαι, σηκώνομαι.
άφτω: ανάβω.
και να: άραγε να.
παρατραγουδώ: σιγοτραγουδώ.
παράταξη: διασκέδαση.
φιλοτιμώ: τιμώ.
τον, τες: που.
απείτις: αφού.
συντυχαίνω: μιλώ.
έποικαν: έκαναν.
σχήμα: σημάδι, μορφή, έκφραση.
το ρωτάν: το να ρωτούν.
οκάτι: κάτι (κάποιο).
καταλόγιν: τραγούδι.
αθιβολή: λόγος, ομιλία.
εν': είναι.
τι 'ν: τι είναι.
φυρώ: λιγοστεύω, στερεύω.
να ράγη(ν): να έσπαζε.
πλακί: πλάκα (του τάφου).
διαγέρνω: επιστρέφω.
να στράφη(ν): να ξαναγύριζε.
ελικιά: ανάστημα, κορμοστασιά.
να σώσασιν: να έσωναν, να έφταναν.
ζαγάρι: κυνηγητικός σκύλος.
να δόθην λόγος... λείποντες: να αναγγελλόταν ότι έρχονται οι νεκροί.
να ξέβηκεν: να έβγαινε.

Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Στον 1ο στίχο του α΄αποσπασματος διατυπώνεται συνοπτικά το ερώτημα των νεκρών. Να χωρίσετε σε ομάδες τα επιμέρους ερωτήματα που ακολουθούν και να πείτε πού αναφέρεται το καθένα.
  2. Τα λόγια και στα δυο αποσπάσματα λέγονται στον Άδη, από νεκρούς, αναφέρονται όμως στον Επάνω Κόσμο. Τι κατορθώνει να εκφράσει ο ποιητής μ' αυτό τον τρόπο;
  3. Πώς θα ήθελαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους οι νεκροί; Να περιγράψετε τη σχετική σκηνή και με βάση τις λεπτομέρειές της να προσδιορίσετε την περίοδο της Ιστορίας, όπου μας μεταφέρει.
  4. Εργασία για το σπίτι: Να συγκρίνετε τα αποσπάσματά μας με τους στίχους Ομ. λ. 493-497 (μτφρ. Σιδέρης) και με το παρακάτω δημοτικό τραγούδι ως προς το πνεύμα που εκφράζουν· να διατυπώσετε γραπτώς τις παρατηρήσεις σας:

Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου [πηγή: Μυριόβιβλος] Οδύσσεια λ [Ομηρικά Έπη Α΄ Γυμνασίου]

Ν-αυτού στον Άδη που θας πας, ν-αυτού στον κάτου κόσμο,
τήρα μη σε ρωτήσουνε για τον απάνου κόσμο
σαν τι καιρός μας πέρασε και τι καιρός διαβαίνει.
Μην πεις πως πέρασε η Λαμπρή με το Χριστός Ανέστη,
μην πεις για την Πρωτομαγιά με τα πολλά λουλούδια.
Μην πεις πως φτάνει ο Θεριστής, έρχεται καλοκαίρι
και κάμεις νιες να κλάψουνε και νιους να μαραθούνε,
κάμεις και τους ανύπαντρους και σηκωθούν και φύγουν.

Πλούταρχος, Παιδαγωγός, Βενετία, εν οικία Βαρθολομαίου καλλιγράφου, 1544

Πλούταρχος, Παιδαγωγός, Βενετία,
εν οικία Βαρθολομαίου καλλιγράφου, 1544