| Πτωχοπροδρομικά  | 
| 5 | Αν έχω γείτονα τινά και έχει παιδίν αγόριν, | 
| 10 | την βρώσιν και ανάπαυσιν την έχει καθ' εκάστην. | 
| 15 | και: Να, παιδίν μου, στάμενον εις τα χορδοκοιλίτσια, | 
| 20 | και πίνει τα και ερεύγεται. Κερνούν τον άλλον ένα, | 
| 25 | και λέγει την γυναίκαν του: «Κυρά, καθές τραπέζιν· | 
| το πώς ανακομπώνεται κατά της μαγειρίας, | 
τινά: κάποιον.
            μάθε το γραμματικά: μάθε το γράμματα, μόρφωσέ το.
            αν ου τον είπω: αν δεν του πω.
            παρακρουνιαροκέφαλος: ανόητος, τρελός.
            βιοτή: τρόπος ζωής. 
            βρώσις: φαγητό.
            ανάπαυσις: καλοπέραση.
            την: την οποία, που.
            πετσωτής: μπαλωματής, τσαγκάρης.
            ένι: είναι.
            το θερμόν: το ζεστό νερό.
            στάμενον: νόμισμα μικρής αξίας.
            χορδοκοιλίτσια: έντερα και κοιλιές (πατσάς).
            σταμεναρέαν τυρίτσιν: τυρί ενός στάμενου.
            πετσώνω: μπαλώνω παπούτσια και, μεταφορικά, γεμίζω την κοιλιά μου.
            κλώθω: ειρωνικά: καταβροχθίζω.
            καν: τουλάχιστον.
            μουχρούτιν: μεγάλο ποτήρι.
            ερεύγομαι: ρεύομαι. 
            σουγλί: σουβλί του μπαλωματή.
            σφετλίν: κομμάτι γυαλί για το ξύσιμο του δέρματος.
            σφηκώματα: κερωμένοι σπάγκοι.
            καθές: βάλε, ετοίμασε.
            μίσσον: πιάτο (φαγητό).
            εκζεστόν: βραστό.
            μονόκυθρον: φαγητό από διάφορα υλικά μαγειρεμένα σε μια χύτρα.
            ανακομπώνεται: ανασκουμπώνεται, ετοιμάζεται για τον αγώνα (ειρωνικά).
          
          
Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας  
          
          
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Νικόλαος Βώκος (1859-1902), Ψάρια και στρείδια, Εθνική Πινακοθήκη