Ανδρέα Κάλβου, «Αι Ευχαί»
α΄.
Tης θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
'να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν. 5
β΄.
'Σ την στεριάν, 'σ τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
'να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας. 10
γ΄.
Kαλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
'να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες· 15
δ΄.
Παρά προστάτας 'νάχωμεν.
Mε ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες. 20
ε΄.
Αν οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς
έσβυν' η νύκτα έν' άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα. 25
ς΄.
Tο χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα. 30
ζ΄.
Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
'ς τα πεινασμένα τέκνα τους,
εν ω λάμπουν 'ς τα χείλη σας
χρυσά ποτήρια! 35
η΄.
Όταν υπό τα σκήπτρά σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς διά 'να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως, 40
θ΄.
Tα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλεια σας,
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν, και σφάζουσι
τους λειτουργούς της. 45
ι΄.
Θέλετε θησαυρούς
πολλούς διά 'ναγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ' άπιστον θυμίαμα
της κολακείας. 50
ια΄.
Hμείς διά τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν. 55
ιβ΄.
Δια 'να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Eλλάδα. 60
ιγ΄.
Kαι τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλόνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους. 65
ιδ΄.
Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν,
ενδυναμώθη τώρα
φθάνει η ισχύς του. 70
ιε΄.
Tο ξίφος σφίγξατ' Έλληνες ―
τα ομμάτια σας σηκώσατε ―
ιδού ― εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός
μόνος σάς είναι. 75
ις΄.
Kαι αν ο θεός και τ' άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν 'να χρεμετήσωσι
'ς τον Kυθερώνα Tούρκων
άγριαι φοράδες. 80
ιζ΄.
Παρά.... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι. 85
ιη΄.
Δεν με θαμβόνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ' ανοικτόν στόμα. 90
[πηγή: Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, κριτική έκδ. Filippo Maria Pontani, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 134-138]
|