Οδυσσέα Ελύτη, «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου» (απόσπασμα)Μ’ αυτές τις παραστάσεις, μ’ αυτές τις εικόνες, θα έπρεπε, πριν προχωρήσουμε, ν’ ασχοληθούμε κάπως περισσότερο. Βασικά, και από γενικότερη άποψη, θα μπορούσαμε να τις χωρίσουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τις ζωγραφικές, δηλαδή εκείνες που συγκροτούν ένα θέαμα ικανό ν’ απεικονιστεί, πάνω-κάτω, και από ένα ζωγράφο· και τις λυρικές, που, αυτές, στηρίζονται σ’ ένα βιασμό της πραγματικότητας, και που η απροσδόκητη και αστραφτοβόλα παρουσία τους δεν είναι ικανή να συλληφθεί παρά μονάχα από την ποιητική νοημοσύνη. Οι πρώτες βρίσκονται βέβαια πιο κοντά στον περιγραφικό τρόπο της παράδοσης. Είναι όμως κι εδώ αξιοπρόσεκτο με πόση ανανεωτική δροσιά και ένταση μας παρουσιάζονται: Ως η σφήκες μαζόνονται Το χέρι οπού τα πέπλα Σήμερον κείσαι, ως εύφορος Επειδή το κύριο γνώρισμα των εικόνων αυτών είναι η μεγαλοπρέπεια, υπάρχει παντού σχεδόν, αδιάκοπα, μια τάση ανυψωτική προς τον ουρανό, ένας μετεωρισμός των οραμάτων, πότε ανάμεσα στα δύο γλαυκά τ’ ουρανού και της θάλασσας πότε ανάμεσα στα σύννεφα και στ’ αγριεμένα κύματα τ’ ουρανού και της θάλασσας. Τα ίδια γνωρίσματα χαρακτηρίζουν και τις εικόνες της δεύτερης κατηγορίας, εικόνες πολύ πιο ενδιαφέρουσες, γιατί μέσα τους πια το πραγματικό στοιχείο, το réel, διευρύνεται ώς τ’ ακρότατα σημεία της ανταρσίας του πνεύματος. Εδώ, οι φυσικές διαστάσεις των πραγμάτων καταλύουνε τη δουλεία τους, και η υλική και πνευματική τους συνάμα υπόσταση, αξεχώριστα, ζει στο επίπεδο της ανώτερης πραγματικότητας, της μόνης ικανής να εκφράσει τον άνθρωπο ακεραιωμένο, παρμένο στο σύνολο των συναισθηματικών του εκδηλώσεων, και των σχέσεών του με τη γύρω φύση. Όλη η ουσία του αληθινού λυρισμού, όλη του η διαφορά από την πεζογραφία, έγκειται σ’ αυτό το γεγονός. Από το ένα μέρος, μια αλήθεια διατυπωμένη στο ύφος του Αστικού Κώδικα: «ο χρόνος παρέρχεται ανεπιστρεπτί»· και από το άλλο, η ίδια περίπου αλήθεια, πιο αισθητή, χάρη στη δύναμη της μεταφοράς: Ούτως από τον ήλιον, […] [πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 1987 (τρίτη έκδοση οριστική), σ. 83-85] |