Ν.Δ. Βαρμάζη,

Η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία ως πρόβλημα της νεοελληνικής εκπαίδευσης (απόσπασμα)

Στον Νικόλαο Σοφιανό (πρώτο μισό του 16ου αιώνα) ανήκουν: α) Η Γραμματική της κοινής των Ελλήνων γλώσσης, η οποία έμεινε ανέκδοτη ώς το 1870, όταν την εξέδωσε ο E. Legrand. Νέα έκδοση έγινε από τις εκδόσεις Κέδρος (Αθήνα 1977) με επιμέλεια και εισαγωγή Θανάση Παπαδόπουλου β) Ο Παιδαγωγός, που είναι η μετάφραση του Περί παίδων αγωγής του (ψευδο)Πλουτάρχου. Είναι η πρώτη μετάφραση πεζού αττικόγλωσσου κειμένου στην κοινή γλώσσα και περιέχεται στη Γραμματική του Σοφιανού της έκδοσης του Κέδρου. Οι πρόδρομες αλλά σημαντικές απόψεις του Σοφιανού δεν είχαν άμεση συνέχεια, διότι τα έργα του έμειναν άγνωστα ώς το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν τα δημοσίευσε ο Γάλλος ελληνιστής Emile Legrand.

Το γλωσσοεκπαιδευτικό πρόγραμμα του Νικολάου Σοφιανού

Τη νέα παιδευτική αντίληψη, οργανωμένη σε συγκεκριμένο πρόγραμμα, διατύπωσε πρώτος ο Κερκυραίος λόγιος, παπάς στη Βενετία, Νικόλαος Σοφιανός (περίπου 1500-1550). Για το Σοφιανό, όπως και για άλλους λογίους της εποχής, το πρόβλημα του υπόδουλου Ελληνισμού ήταν κυρίως πρόβλημα πνευματικής αφύπνισης και αυτογνωσίας, δηλαδή πρόβλημα παιδείας. Η παιδεία, κατά την άποψή του, θα μπορούσε να λυτρώσει το γένος «από την δουλοσύνην και από πολλά άλλα πάθη, που είναι χειρότερα και από αυτήν την δουλοσύνην» αρκεί να στηριζόταν σε σωστές βάσεις και να αντλούσε από περιοχές, που ώς τότε έμειναν αγνοημένες.

Επηρεασμένος από το ουμανιστικό κίνημα και από την τάση για εκλαΐκευση της γνώσης, ο Σοφιανός διατύπωσε απόψεις που συνιστούν ανανέωση και, σε μεγάλο βαθμό, ανατροπή της παράδοσης. Οι κύριοι άξονες του προγράμματός του είναι οι παρακάτω:

α. Πίστη στη λαϊκή γλώσσα. Την πίστη αυτή την αντλεί και τη στηρίζει ο Σοφιανός στη διαπίστωση ότι πολλά ευρωπαϊκά έθνη «εμεταγλώττισαν τα ελληνικά μαθήματα εις την γλώσσαν την εδικήν τους, κ' έχουν όλες τις επιστήμες μ' αυτήν την φιλοσοφίαν και προκόφτουν». Βασική άποψή του, που τον διαφοροποιεί από τη γραμμή της λόγιας παράδοσης, είναι ότι «οι επιστήμες μαθαίνοντας όχι μόνον με την ελληνικήν γλώσσαν (=αρχαία), αμή και με πάσαν άλλη γλώσσαν οπού ναν ανάμεσα στους ανθρώπους, καλά και αν ήτον η βαρβαρότερη του κόσμου». Η αντίληψη αυτή τον φέρνει αντιμέτωπο με το πρόβλημα της κοινής ελληνικής γλώσσας, με τη μελέτη και κωδικοποίηση της γραμματικής της. Αποτέλεσμα αυτής της πίστης του υπήρξε η πρώτη γραμματική «της κοινής των Ελλήνων γλώσσης».

Ο Σοφιανός με τη γραμματική του προσπάθησε να δείξει ότι η κοινή γλώσσα έχει «τέτοιαν ευταξίαν και αρμονίαν και καλλωπισμόν, οπού άλλη μηδέν έναι οπού καν να της σιμώνει». Μια σύγκριση της γλώσσας αυτής με τη γλώσσα του Πλάτωνα, του Δημοσθένη και των άλλων κλασικών συγγραφέων δείχνει πως σε πολλά πράγματα δεν είναι καθόλου κατώτερη. "Constat enim verbis puris per manus ab antiquissimo saeculo traditis et brevitate quadam mirabilis, tum regulis certis et paucis, ut non multum sit elaborandum discere cupientibus".

Η ευκολία των γραμματικών κανόνων της κοινής γλώσσας απλοποιεί το πρόβλημα της διδασκαλίας της. Με βάση τη γραμματική της κοινής οι νέοι μπορούν και δίχως δάσκαλο, να μάθουν πολύ περισσότερα από εκείνους που «γενειάζουν εις το σχολείον και ακόμη να κανοναρχούν ή να διαβάζουν καλά δεν προκόφτουν». Με την άποψη αυτή ο Σοφιανός ταυτόχρονα ασκεί κριτική στη βασική επιδίωξη των σχολείων των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας, δηλαδή στη γραμματική διδασκαλία. Η λύση που προτείνει δεν αναιρεί βέβαια το βασικό άξονα της εκπαίδευσης αυτής, αφού και ο ίδιος γραμματική προσφέρει, απλουστεύει όμως το πρόβλημα, γιατί ξεκινά από εντελώς διαφορετική αφετηρία. Η πρότασή του προσφέρει συγκριτικά πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα, συντομεύει το χρόνο σπουδών, δίνει τη δυνατότητα στον καθένα να μάθει τους κανόνες και την τεχνολογία μόνος του και έτσι να παρακινηθεί κατόπιν «εις εκείνα που' ναι πολύ βαθύτερα και ποχθίζονται με μεγάλην σπουδήν», δηλαδή στη ρητορική, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες και «να ξεύρουν περισσότερα εις πάσα πράγμα από κείνους οπο γέρασαν στα κολυβόγραμματα».

β. Πίστη πως με τις μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων μπορούσε να φωτιστεί το γένος των Ελλήνων. Είναι η άποψη του φιλολογικού ουμανισμού, τον οποίο ο Σοφιανός είχε γνωρίσει από τα χρόνια των σπουδών του στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και είχε υπηρετήσει αργότερα ως κωδικογράφος και συγγραφέας. Την πίστη του αυτή τη στήριζε η πλούσια μεταφραστική εργασία παλαιότερων και σύγχρονων λογίων, με πολλούς από τους οποίους ο Σοφιανός είχε γνωριστεί και συνεργαστεί σε διάφορους τομείς. Το παράδειγμά τους, να μεταφράσουν δηλ. αρχαία κείμενα στις εθνικές γλώσσες, τον έπεισε ότι η μεταφορά των αρχαίων κειμένων στην κοινή ελληνική θα βοηθούσε την πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων. Με την άποψή του αυτή είχαν συνταχθεί και άλλοι «ελλόγιμοι άνδρες» «και όλοι από μίαν γνώμην ήσαν ότι, αν ήθελαν διαβάσει και να γρικήσουν τα βιβλία οπού αφήκαν εκείνοι οι παλαιοί και ενάρετοι άνδρες, εύκολα ήθελεν διορθωθή η απαιδευσία οπού πλεονάζει εις τους πολλούς. Διά τούτο λοιπόν όρμησα και εγώ, με γνώμην και παρακίνησιν των ειρημένων ελλογίμων και ευγενών ανδρών, από όσον δύναμαι, θεού οδηγούντος, να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία οπού να είναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το να ανακαινισθή και να αναπτερυγιάση από την τόσην απαιδευσίαν το ελεεινόν γένος».

Με το πνεύμα αυτό ο Σοφιανός μετέφρασε στην κοινή γλώσσα το «Περί παίδων αγωγής» του (Ψευδο-)Πλουτάρχου, που το ονόμασε «Παιδαγωγόν», «διότι αυτό μας παιδαγωγεί και διδάσκει από την αρχήν πως να γεννηθή και να ανατραφή το παιδίον ευγενικά και απ' εκεί πώς να παιδευθή και να γενή ένδοξος και ενάρετος άνθρωπος, ωσάν ήσαν οι πατέρες μας».

Ο Σοφιανός δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η προσπάθειά του θα είναι πολύ ωφέλιμη στην παιδεία του γένους. Γι' αυτό συμβούλευε κι άλλους να «πιάσουσι τούτον τον δρόμον», να καταπιαστούν δηλ. με τις μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων. Ήταν μάλιστα πρόθυμος να ενισχύσει μια τέτοια προσπάθεια: «και αν ούτω ποιήσουσι…, θέλομεν τους δώσει και τα επίλοιπα του Πλουτάρχου βιβλία και πολλούς και χαριεστάτους διαλόγους του Λουκιανού και άπειρα της ιεράς θεολογίας».

Ο Παιδαγωγός του Σοφιανού που τυπώθηκε στη Βενετία «εν οικία Βαρθολομαίου καλλιγράφου, «αφμδ», μηνός Ιανουαρίου Β΄, δηλ. 2-1-1544, είναι, κατά τον, Legrand το πρώτο πεζό αρχαίο κείμενο που μεταφράστηκε στην κοινή νεοελληνική γλώσσα. Από την άποψη αυτή πρώτος ο Σοφιανός, σε συνδυασμό με την πίστη του στην αξία της κοινής γλώσσας, ανέτρεψε την παράδοση του λόγιου βυζαντινού κόσμου, όπου επικρατούσε η εντελώς αντίθετη τάση: κείμενα γλωσσικά απλούστερα ή λαϊκότροπα να μεταφράζονται ή να παραφράζονται σε αρχαϊστικότερη γλώσσα. (π.χ. Νόννος Πανοπολίτης, Συμεών Μεταφραστής). Ο Σοφιανός συνεπώς άνοιξε ένα νέο δρόμο, που μπορούσε να ανανεώσει και να εμπλουτίσει την παράδοση. Δυστυχώς οι ιδέες του έμειναν άγνωστες στους μεταγενέστερους λογίους, οι οποίοι, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, άρχισαν την προσπάθεια από την αρχή.

Ο Σοφιανός εκτός από το προλογικό σημείωμα, με το οποίο ανακοινώνει την πρόθεσή του να «μεταγλωττίσει» και να «πεζεύσει» το αρχαίο κείμενο, και φυσικά τη μετάφραση του Παιδαγωγού, δεν άφησε άλλο θεωρητικό κείμενο, στο οποίο να δηλώνει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και τις λύσεις που έδωσε στην προσπάθειά του να πειθαρχήσει τα νοήματα και τις σκέψεις του αρχαίου λόγου στην κοινή της εποχής. Για να αξιολογήσει λοιπόν κανείς το αποτέλεσμα, πρέπει να στηριχτεί στην ίδια τη μετάφραση, να συγκρίνει τη μετάφραση με το πρωτότυπο και τη μετάφραση με τη γραμματική του, η οποία κατά τον Legrand, είναι προγενέστερη από τη μετάφραση. Η διπλή αυτή σύγκριση επιτρέπει να συμπεράνει κανείς αν ο Σοφιανός μεταφράζει προγραμματισμένα και αν ο λόγος της μετάφρασής του υπακούει στους γραμματικούς κανόνες της κοινής γλώσσας, όπως ο ίδιος ο Σοφιανός την κωδικοποίησε.

Η παραβολή του αρχαίου κειμένου και της μετάφρασης οδηγεί στις ακόλουθες διαπιστώσεις: Ο Σοφιανός φρόντισε να κρατήσει τον τόνο του αρχαίου κειμένου, χωρίς να αποδώσει δουλικά πιστά όλες τις λέξεις του Πλουτάρχου. Έτσι δε δίστασε να παραλείψει ορισμένες λέξεις του πρωτοτύπου ή να προσθέσει ορισμένες άλλες, για να κάνει σαφέστερα τα νοήματα. Η μετάφραση διατηρεί τη συντακτική μορφολογία του αρχαίου κειμένου, τόσο στην απλή παράταξη, όσο και στο μακροπερίοδο υποταγμένο λόγο. Η μετάφραση σε σύγκριση με άλλα κείμενά του παρουσιάζεται πιο λόγια και συντηρητική· από την άποψη του λεξιλογίου διατηρεί αρκετές λέξεις του πρωτοτύπου, τις οποίες κάποτε δε συμμορφώνει μορφολογικά με τους κανόνες της γραμματικής του. Η μετάφραση διαβάζεται ως ανεξάρτητο νεοελληνικό κείμενο, χωρίς να είναι μια ελεύθερη ανάπλαση ή διασκευή. Μπορεί και με σημερινά κριτήρια να θεωρηθεί φιλολογικά σωστή, παρά το γεγονός ότι ορισμένες αποδόσεις (απαρεμφάτων, μετοχών, εμπρόθετων) ενοχλούν· και στις περιπτώσεις όμως αυτές ο Σοφιανός είναι συνεπής στους κανόνες της γραμματικής του.

Ο Νικόλαος Σοφιανός είναι ο πρόδρομος μιας πορείας που ενώνει το παρόν με την παράδοση. Χωρίς να απομακρύνεται από τον κυρίαρχο ηθικοδιδακτικό τόνο της παιδείας και της εκπαίδευσης, έστρεψε το ενδιαφέρον του στη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής του και προσπάθησε να τη συνεχίσει και να τη συνδέσει με την κληρονομιά της αρχαιότητας. Η πορεία του λοιπόν ήταν από το παρόν προς το παρελθόν. Από την άποψη αυτή οι πρόδρομες προτάσεις του συνιστούν τις θεμελιακές αρχές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού.

[πηγή: Ν.Δ. Βαρμάζης, Η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία ως πρόβλημα της νεοελληνικής εκπαίδευσης, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 23-29].

εικόνα