«Του μικρού Βλαχόπουλου»
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο ανδρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο αντάμα τρων και πίνουν,
έχουνε και τους μαύρους τους σ' έναν ταβλάν δεμένους·
του Κώστα τρώγει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξεριζώνει.
Εκείνοι τρων και πίνουνε, κι αντάμα ξεφαντώνουν,
κι ένα πουλάκι έκατσε στης τράπεζας τ΄αχείλι.
Δεν κιλαδούσε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
μόν' κιλαδούσε κι έσερνεν αθρώπινην λαλίτσα·
«Εσείς τρώτε και πίνετε, κι οι κλέφτες σάς πατήσαν·
πήραν του Κώστα τα παιδιά, τ΄Αλέξη τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου, πήραν την αδελφήν του».
Ο Κώστας το καλίγωνε, κι Αλέξης το σελώνει,
και το μικρό Βλαχόπουλο στον μαύρο καβαλάρης.
«Σύρε Βλαχάκι μ', σύρ' εσύ, και χιλιομέτρησέ τους,
κι αν είναι χίλιοι, έμβα τους, κι αν είναι δυο χιλιάδες,
κι αν είναι τρεις και τέσσαρες, απολογιά μάς στέλνεις».
Δίνει βιτσιάν του μαύρου του, στον κάμπον κατεβαίνει·
βλέπει τ΄ασκέρι κι είν' πολύ, και μετρημόν δεν έχει.
Στέκεται, διαλογίζεται, κι ατός του το θαυμάζει·
πίσω να πάγει ντρέπεται, μπροστά να πά' φοβάται.
Στέκεται, διαλογίζεται, το μαύρο του ρωτάει·
«Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι, να μπούμε και να βγούμε;»
Ο μαύρος πιλογήθηκε, με πόθον τόνε λέγει·
«Δύναμ' αφέντη, δύνομαι, να μπούμε και να βγούμε».
Δεν είναι χίλιοι να τους μπω, δεν είναι δυο χιλιάδες,
δεν είναι τρεις και τέσσερις, μόν' είν' οκτώ χιλιάδες
Δύναμ' αφέντη, δύνομαι, να μπούμε και να βγούμε».
«Βάστα, βρε μαύρε μου, καλά, σπαθί μου δαμασκένιο!»
Στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει.
Ψιλήν φωνίτσαν έσυρε, όσο κι αν ημπορούσε·
«Πού είσ' Αλέξη μ' αδελφέ, Κώστα μ' ανδρειωμένε·
αν είστ' ομπρός μου φύγετε, στα δάση να κρυφθείτε,
κι ο μαύρος μου εμούστωσε πηδώντας τα κεφάλια».
Κι εκείνοι τον εζούλεψαν, ρίχνουν και τον βαρούνε.
Πήρ' ο Κώστας το μαύρο του, κι Αλέξης το σπαθί του.
Κι ο άγγελος κατέβηκε και πήρε την ψυχή του.
[πηγή: Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόμ. Β΄ Ανέκδοτα κείμενα, εκδ. επιμ. Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 188-189]
|