Γιώργου Σεφέρη, «Υστερόγραφο»

Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.

Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.
Κύριε, όχι μ' αυτούς, η φωνή τους
δε βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.

Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε να είμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας·
πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν' ανασάνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ' ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης —

Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

11 Σεπτέμβρη '41

[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1998 (19η έκδ.), σ. 192]

 

εικόνα