Γεώργιου Δροσίνη, «Το φτάσιμο»

Θα βραδιάζει η μέρα, όταν θα φτάνομε
Στου χωριού τ’ αποσκιωμένα αλώνια·
Θα φανούν λευκά τα χωριατόσπιτα
Πίσω από των πεύκων τ’ ακροκλώνια.

Μακρινά θ’ ακούονται αρνιών βελάσματα·
Βραδινή καμπάνα θα σημαίνει·
Στη βρυσούλα βόδια θα ποτίζονται·
Θα καπνίζουν φούρνοι φλογισμένοι.

Θα βαθιανασαίνουμε στο διάβα μας
Μυρωδιά από στάχυα θερισμένα.
Θα μας ευχηθούν το «καλώς ήρθατε»
Χέρια από τον κάματο αργασμένα.

Από το κατώφλι αναμερίζοντας
Του καιρού τ’ αγκάθια και τα χόρτα,
Του κλειστού παλιόπυργου θ’ ανοίξομε
Τη βαριά τη σιδερένια πόρτα.

Κι όταν το λυχνάρι μας θ’ ανάψομε
Ταπεινό —την ώρα που νυχτώνει—
Τη χαρά θα νιώσομε πως είμαστε
Χωρισμένοι απ’ όλα: μόνοι, μόνοι.

[πηγή: Γεώργιος Δροσίνης, Θα βραδιάζει (1915-1922), Ι.Ν. Σιδέρης, Αθήνα χ.χ., σ. 1-2]

 

εικόνα