Αθανάσιου Χριστόπουλου, Ι. «Μεθύσι», ΙΙ. «Αταραξία»
Ι.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
την καρδιά μου να δροσίσω
και τον νουν μου να ζαλίσω,
τα κακά ν' αλησμονήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
τες φροντίδες μου ν' αφήσω,
τες ελπίδες να σκορπίσω
κι αδιάφορος να ζήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
να χαρώ, να ευθυμήσω,
να χορέψω, να πηδήσω,
να φωνάξω, να λαλήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
εις τα κάλλη να ορμήσω,
τρυφερά να τα φιλήσω
και εκεί να ξεψυχήσω.
ΙΙ.
Δυσάρεστη ψυχή μου,
γαβάθιζε και κοίμου.
Ο κόσμος —μη σε μέλει—
ας κάμει όπως θέλει.
Αρχήθεν έτσ' εκτίσθη
και έτσ' εσχηματίσθη,
και δεν μπορεί ν' αλλάξει
την άτακτή του τάξη.
Λοιπόν παραίτησέ τον,
κουρεύου, κόσμε, 'πε τον·
και μόνον κέρνα, χύνε
και σφίγγε, ρούφα, πίνε.
[πηγή: Αθανάσιος Χριστόπουλος, Λυρικά, επιμ. Ελένη Τσαντσάνογλου, Ερμής, Αθήνα 1970, σ. 88-90]
|