Γεώργιου Σουρή,
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896
(μέσα από την έμμετρη σατιρική εφημερίδα Ὁ Ρωμηός)
Ἀγῶνες, ποὺ ξετίναξε καθένας τὰ χαλιά του
καὶ ξένους ἐπερίμενε τὴν τύχη του νὰ κάνει,
Ἀγῶνες, ποὺ παραίτησε καθένας τὴ δουλειά του
καὶ μὲ πηλάλες δυνατὲς στὸν Μαραθῶνα φθάνει.
Ἀγῶνες, ποὺ κατήντησε ἡ τῶν προγόνων δόξα
γιὰ τοὺς συγχρόνους λόξα,
Ἀγῶνες, ποὺ μᾶς ζούρλανε τὸ τόσο μας ὀνόρε
καὶ κόσμος πάει κι ἔρχεται στῆς Ἀθηνᾶς τὸ φιόρε,
Ἀγῶνες, ποὺ δὲν βρίσκεται κανεὶς νὰ σωφρονίσει
τῆς ράτσας τῆς Ρωμαίικης τ᾿ ἀκράτητα παιδιά,
Ἀγῶνες, ὁποῦ νόμισαν καὶ στὸ Βαθρακονήσι
πὼς θὰ νοικιάσουν κάμαρες δυὸ λίρες τὴν βραδυά.
Ἀγῶνες, ὁποῦ πίστεψαν πολλοὶ μὲς στὴν Ἀθήνα
ὅτι μονάχα τό῾ν᾿ αὐγὸ θὰ πάει μία στερλίνα,
Ἀγῶνες, ποὺ πτερώνεται τὸ φρόνημα τοῦ γένους
κι οἱ γάτες κάνουν ἅλματα ψηλὰ στὰ κεραμίδια,
Ἀγῶνες, ὁποῦ φύλαξαν καμπόσοι γιὰ τοὺς ξένους
τὰ ψάρια των, τὰ χάβαρα, τὶς πίνες καὶ τὰ μύδια.
Ἀγῶνες, ποὔδειξε μικρὸ τὸν κάθε κουνενὲ
ἡ γῆ μας ἡ μεγάλη
κι ὁ Πύργος διεσπάθισε τὸν Γάλλον Περρονὲ
μεθ᾿ ὅσης τέχνης ἄλλοι
διασπαθίζουν φανερὰ
τῶν φουκαράδων τὸν παρᾶ.
Ἀγῶνες, ποὺ κουνήθηκε καὶ τοῦτο τὸ ρημάδι,
ποὺ πρῶτος ὁ Καρασεβντᾶς ἐβγῆκε στὸ σημάδι,
κι εἰς ὅλους ἄναψε σεβντᾶ τὸ γέρας τοῦ κοτίνου
κι ἂς βάλῃ τὸ χεράκι της ἡ Παναγιὰ τῆς Τήνου.
[...]
Ἀγῶνες, ποὺ μὲ σώματα παρέστημεν ἀκμαῖα
κι ἐθάμβωσε μισέλληνας ἡ πάγκαλος ἀλκή μας,
μὰ πάντ᾿ Ἀμερικάνικη σηκώνετο σημαία
μ᾿ ἐλπίδα πὼς θὰ σηκωθεῖ στὸ μέλλον κι ἡ δική μας.
Ἀγῶνες, ὁποῦ λύσσαξαν τὰ ξένα τὰ σκυλιὰ
καὶ τὸν μπελᾶ μας βρήκαμε μὲ τοὺς Ἀμερικάνους,
μὰ βάλαμε τῆς φίλης μας Εὐρώπης τὰ γυαλιὰ
καὶ τοὺς δευτέρους πήραμε περιφανεῖς στεφάνους.
[πηγή: e-Alexandria Η ελληνική γραμματεία στον υπολογιστής σας <www.e-alexandria.gr>]
|