Διονύσιου Σολωμού, Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Όραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου (απόσπασμα)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ <23>
ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ...
1. Και ακλούθησα τες γυναίκες του Μισολογγιού, οι οποίες εστρωθήκανε στ’ ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα από πίσω από μία φράχτη και εκοίταζα.
2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι και αν εμάζωξε· και εκάμανε ένα σωρό.
<3.> Και μία κόρη, αδειάζοντας ό,τι και εν είχε, είπε: «Ακούσ’τε, συφορά, τί μας είπε αυτή η γυναίκα; Ακούστηκε ποτέ από Τούρκο, από Αράπη;»
<4.> Και η μάνα της, βάνοντάς της το χέρι στο στόμα: «Κλείσ’ το», της είπε, «και μην ειπείς ποτέ λόγο από αυτά. Εδώ στη Ζάκυθο μας εκάμανε καλό και τα σκυλιά τους».
<5.> Και μία άλλη, απλώνοντας το χέρι, και ψηλαφίζοντας το γιαλό: «Αδελφάδες», εφώναξε,
<6.> «ακούτε, αν ήρθε ποτέ από το Μισ<ολόγγι> τέτοιο<ς> σεισμό<ς> σαν και τώρα· ίσως νικάει, ίσως πέφτει».
[...]
<7.> Και εκίνησα για να φύγω, και είδα από πίσω από την εκκλησία (ιδές πώς τη λένε) μία γριούλα, οπού είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα μικρά κεράκια, και έκαιε λιβάνι· και τα κεράκια στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε.
<8.> Και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι και κλαίοντας, και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε.
<9.> Ετότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω.
<10.> Και εβρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει.
<11.> Ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μισολόγγι.
<12.> Αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό.
<13.> Πολιορκισμένους και πολιορκούμενους και όλα τα έργα τους, και όλα τα πάντα τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα γιομάτη λάμψη, βροντή, και αστροπελέκι.
<14.> Και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση.
<15.> Και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε και εσβενότουνα.
<16.> Και με φωνή που μου εφαινότουνα πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε:

Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο,
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο.

Κι απ' όπου χαράζει
ώς όπου βυθά
[...]

<17.> Και ό,τι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η θεά, οι δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάνανε.
<18.> Και οι δικοί μας και όλα μού έγιναν άφαντα, και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχτήκανε, και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα.
<19.> Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα οπού μου έλεγε:
<20.> «Δόξα σοι ο Θεός, Ιερομόναχε· έλεα πως κάτι σού ’ρθε. Σέ ’κραζα, σε κούνεια, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτι<α> σου εσταμάτηζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σα<ν> το χόχλο στο νερό που αναβράζει.
<21.> »Τώρα ό,τι έπαψε που ετελειώσανε τα κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να εκερδέσανε;».
<22.> Και εκίνησα με το Χάρο μες στη<ν> καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα, έπειτα που <μου> φίλησε το χέρι, κάνοντας μία μετάνοια, είπε: «Και τί παγωμένο πού ’ναι το χέρι σου!»

[πηγή: Διονυσίου Σολωμού, Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Όραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου, εισαγ.-αναλυτ. έκδ.-σημ.-σχόλ. Ελένη Τσαντσάνογλου, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1991, σ. 42-47]

εικόνα