Ανδρέα Κάλβου, «Εις Πάργαν»

                    α΄.
    Σοβαρόν, υψηλόν
δόσε τόνον ω Λύρα·
λάβε αστραπήν, και ήθος
λάβε νοός, υμνούμεν
                ένδοξον έργον.     5

                    β΄.
    Διαπρεπή οι αθάνατοι
έδωσαν των ανθρώπων
και ατίμητα δώρα·
αγάπην, αρετήν,
                εύσπλαγχνον στήθος.     10

                   γ΄.
    Αλλά και φρενών πτέρωμα·
όπως, όταν η τύχη
εις τα κρημνά του βίου
της αμάξης πλαγίαν
                την ορμήν φέρη·     15

                   δ΄.
    Hμείς, ως τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφίνει
ο μέγας αετός
και εις τα βαθέα λαγγάδια
                αφρούς και βράχους·     20

                   ε΄.
    Oμοίως υπερπετάξαντες,
μακράν οπίσω ιδώμεν
την οργήν των τροχών
από τυφλάς ηνίας
                διασυρομένων.     25

                   ς΄.
    Ως αγλαά τοσαύτα
δώρα δοξολογούνται,
αλλά πολύ αγλαότερον
ο νους οπού αποφεύγει
                την δουλωσύνην.     30

                   ζ΄.
    Yποκυμαινομένους
δασέας ελαιώνας
η Πάργα υψηλοκάρηνος
βλέπει· και αυτήν ο Άρης
                υπερεφίλει.     35

                   η΄.
    Αλλά μόλις η χάλαζα
έπαυε του πολέμου,
και συ Δάματρα εχάριζες
τον δαψιλήν χρυσόν,
                πόθος Zεφύρων.     40

                   θ΄.
    Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
                καρπόν λυαίον.     45

                   ι΄.
    Kαλός, γλυκύς ο αέρας
οπού πρώτον επίναμεν,
και η θρέπτειρα γη
απότον ίδρωτά μας
                πεποτισμένη.     50

                   ια΄.
    Όμως διά ποίον οι δούλοι
πίνουσι τον αέρα;
κεντάουσι το άροτρον
και πολύν στάζουν κόπον
                όμως διά ποίον;     55

                   ιβ΄.
    Ψυχή ανδρική απορρίπτει
φρόνημα χαμερπές·
από το αμβροσίοδμον
στόμα των αιωνίων
                η γνώμη ρέει.     60

                   ιγ΄.
    Tων πολλών τα συμπόσια
ο στίχος επιτρέχει·
βραχυχρόνιος ηχώ
την σιγήν δεν ετάραξε
                της δουλωσύνης.     65

                   ιδ΄.
    Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε
την Παργινήν ελαίαν,
σεις από τον αθάνατον
λόγον μόνον ετράφητε,
                εσείς ω ανδρείοι.     70

                   ιε΄.
    Tα συνήθη χωράφια
αφίνοντες εφύγατε
τον ζυγόν, προτιμώντες
την πικράν ξενιτείαν
                και την πενίαν.     75

                   ις΄.
    Πλην, της επιστροφής
εχάραξεν η ημέρα.
Πάντοτε οι επουράνιοι
μεγαλόθυμον γένος
                υπερασπίζουν.     80

                   ιζ΄.
    Eκεί οπού εκαύσατε,
(ελληνική φροντίδα ! )
των προγόνων τα λείψανα,
πάλιν η πρόνοοι χείρες
                εκεί σας φέρνουν.     85

[πηγή: Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, κριτική έκδ. Filippo Maria Pontani, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 68-72]

εικόνα