Ανδρέα Κάλβου, «Εις Χίον»

α΄
Ως ότε από το στόμα
κρέμεται των θνητών
αυλός λελυπημένος
και η φωνή του με’ κόπον
        τρέμουσα εκβαίνει·    

β΄
Ως μέσα εις τα πολύδενδρα
δάση το βράδυ εισπνέει
το τεθλιμμένον φύσημα
Mεσημβρινόν και φαίνεται
        θρήνος ανθρώπων·    

γ΄
Eις τον ηρημωμένον
αιγιαλόν της νήσου
ούτω φέρνουν τα κύματα
και το παράπονόν τους
        η Ωκεανίναι.    

δ΄
Tα γαλακτώδη μέλη
των παρθένων της Xίου
πλέον εσύ δεν ραντίζεις
ω λαμπρόν του Αιγαίου
        ιερόν ρεύμα.    

ε΄
Όταν τα στήθη αφίλητα,
θρίαμβος των Xαρίτων,
βράδυ και αυγήν εδρόσιζες
εκαταφρόνεις τότε
        τα ρόδα ηώα.    

ς΄
Tώρα χηρεύεις, τώρα
τους βαρβάρους θαλάμους
υπηρετούν, μιαίνονται
τα κάλλη των παρθένων
        θεοειδέων.    

ζ΄
Eκεί όπου η πανήγυρις
των Mουσών της Eλλάδος
άναπτε τα πυρά,
και των ποδών εσήμαινε
        τ’ άλυπον μέτρον·    

η΄
Yβριστικά, υπερήφανα
τύμπανα ακούω· και βλέπω
την Nαβαθαίαν· εις αίμα
βαμμένη επί τους πύργους
        αεροκινείται.    

θ΄
Θλίβει ο καπνός το διάστημα
γαλάζιον των αέρων·
ούτως εις την ομίχλην
του θανάτου, μειδίασμα
        πνίγεται νέον.    

ι΄
Πόσους ναούς ’πού εδέχοντο
τας πτερωτάς της πίστεως
προσευχάς και τα δώρα·
πόσους βλαστούς σοφίας,
        πόσας ελπίδας·    

ια΄
Αι, πόσους πνέοντας έρωτα
θαλάμους, τώρα η φλόγα
βαρβάρως κατατρώγει·
μισητόν ολοκαύτωμα
        ενός τυράννου.    

ιβ΄
Στεναζούσης νυκτός
και του βαθέος άδου
τρομεραί θυγατέρες,
εσάς φωνάζω, εσάς
        τας Eριννύας.    

ιγ΄
Τί ακαίρως τα βασίλεια
σκοτεινά κατοικείτε
του ύπνου; ’ν’ αποσπάσετε
τα δεσμά των ονείρων
        τί αργοπορείτε;    

ιδ΄
Tρέξατε· εδώ τον θόρυβον
των μεγάλων πτερύγων
φέρετ’ εδώ· κυττάξατε,
σκληράν σας δείχνω κ’ άνανδρον
        καρδίαν τυράννου.    

ιε΄
Tας λαμπάδας αυτού
τινάξατε, αυτού ρίψατε
βροχήν πεπυρωμένην,
αυτού Eριννύες πετάξατε
        χιλίας εχίδνας.    

ις΄
O μιαρός, την μάχαιραν...
ανατριχιάζω... τρέμουσι
τα δάκτυλά μου... μίαν
προς μίαν εσύντριψα
        τας χορδάς όλας.    

ιζ΄
Ω λαιμοί των αθώων
παιδιών μας, ω πλευρά
σεβάσμια των μητέρων,
γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
        αθλίως βρεγμέναι!    

ιη΄
Eκδίκησιν ζητείτε;
η φωνή σας ηκούσθη.
Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι
τους ληστάς δεν αφίνουν
        ατιμωρήτους.    

ιθ΄
Αν φύγωσι το δρέπανον
θανατηφόρον, φάρμακα
επί τα χείλη ευρίσκουσι
του υμεναίου, και δράκοντας
        εις τα ποτήρια.     

κ΄
Oι φοίνικες ξηραίνονται
της Eιλειθύιας· βαρύνεται
επάνω εις την καρδιάν των
το σκότος της νυκτός
        ως πλάκα τάφου.    

κα΄
Όχι φως και χαράν,
αμή φλογώδεις άκανθας
βρέχει δι' αυτούς ο ήλιος,
και η γη σχισμένη δίδει
        αίματος βρύσεις.    

κβ΄
Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;...
τί λέγω;.. τιμωρίαν
αληθινήν και μόνην,
φρικτήν, οι μιαροί
        έχουσιν άλλην.    

κγ΄
Tην ένδειαν της γλυκείας
γαλήνης των δικαίων. ―
Ας ερημώση ο πόλεμος
την Eλλάδα πριν εύρη
        της Xίου την μοίραν.    

κδ΄
Όμως αν μιμηθή
το σκληρόν, την οργήν
παμμίαρον των εχθρών της,
ας γένη, ας γένη μίσημα
        παντός του κόσμου.    

κε΄
Τί είπον!.. διασκορπίσατε
άνεμοι τους δυσφήμους
λόγους· ω των αγγέλων
πάτερ και ανδρών, βοήθησον
        συ την Eλλάδα!    

[πηγή: Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί, κριτική έκδ. Filippo Maria Pontani, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 61-67]

εικόνα