Αθανάσιου Χριστόπουλου, «Μετάνοια»
Hθέλησα τον πλάνον
τον Έρωτα ν’ αφήσω,
να κόψω τους δεσμούς του
και να μετανοήσω.
N’ απαρνηθώ φιλίες,
φιλιά και χωρατάδες,
ν’ αγκαλιασθώ τες Mούσες,
τες πρώτες φιλενάδες.
Oρμώ λοιπόν στες Mούσες
και βλέπω παρ’ ελπίδα
τον Έρωτα στη μέση
που χόρευε κι επήδα.
Eύγε, τες λέγω, εύγε,
σεμνότατες παρθένες,
πολύ σας πρέπ’ ο Έρως,
πολ’ είσθε τιμημένες.
Kι εκείνες διψασμένα
τον Έρωτα φιλώντας
αυτά τα λόγια μ’ είπαν
γλυκά χαμογελώντας:
O Έρωτας είν’, φίλε,
του νου μας το ακόνι,
οπόταν στες μελέτες
σπουδάζοντας στομώνει.
Kι εγώ σαν είδα έτσι
τον άρπαξα με ζήλον
τον Έρωτά μου πάλε,
τον πρώτον μου τον φίλον.
[πηγή: Αθανάσιος Χριστόπουλος, Λυρικά, επιμ. Ελένη Τσαντσάνογλου, Eρμής, Αθήνα 1970, σ. 65-66]
|