Ιστορία (Β΄ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Γλωσσάρι

Αβράκωτοι (sans culotte): Μικροαστοί, τεχνίτες και εργάτες του Παρισιού. Ονομάζονταν έτσι υποτιμητικά, γιατί φορούσαν παντελόνια μέχρι τον αστράγαλο και όχι περισκελίδες (κοντά παντελόνια) που ήταν ένδυμα των ευγενών και των αστών.

Ανεικονική αντίληψη: η καλλιτεχνική τάση, βάσει της οποίας στις παραστάσεις δε γίνεται χρήση της ανθρώπινης μορφής.

Απειροστικός λογισμός: Η μαθηματική ανάλυση, η οποία εξετάζει λεπτομερώς τα αλληλοεξαρτώμενα μέρη, με τη διαίρεσή τους σε απειροστά, δηλαδή σε απείρως ελάχιστα μέρη.

Αύγουστος: Ενας από τους τέσσερις συνάρχοντες στο σύστημα της Τετραρχίας που καθιέρωσε ο Διοκλητιανός (δύο Αύγουστοι και δύο Καίσαρες). Τουλάχιστο ως τις αρχές του 9ου αιώνα η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε ως συστατικό στοιχείο του αυτοκρατορικού τίτλου.

Αυλάρχης: πρώτος τη τάξει αξιωματούχος των ανακτόρων και έμπιστος του βασιλιά.

Αυτοκράτωρ: Ο τίτλος αυτός συνοδευόταν στο Βυζάντιο συνήθως από την έκφραση πιστός εν Χριστώ τω Θεώ, όπως και ο τίτλος βασιλεύς, και εξέφραζε τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, η οποία ήταν υπόλογη μόνο απέναντι στον Θεό.

Αψβούργοι: Αυτοκρατορική δυναστεία που κυριάρχησε στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (1278-1918).

Βογιάροι: Τα μέλη της παλαιάς βουλγαρικής και ρωσικής αριστοκρατίας, που συγκροτούσαν αρχικά τη συνοδεία των ηγεμόνων.

Βούλλα: Με τον όρο αυτό δηλώνεται το έγγραφο που έφερε τη σφραγίδα του πάπα της Ρώμης.

Γαληνοτάτη Δημοκρατία: Ονομασία του ναυτικού κράτους της Βενετίας που το κυβερνούσαν οι μεγάλοι πλοιοκτήτες και έμποροι της πόλης. Υποδηλώνει την οικονομική και πολιτική σταθερότητα της Βενετίας.

Γλαγολιτικό αλφάβητο: Ονομάστηκε το αλφαβητικό σύστημα στο οποίο γράφτηκαν τα αρχαιότερα έργα της σλαβικής γραμματείας (9ος αιώνας) και το οποίο στηρίχθηκε στην ελληνική γραφή. Το γλαγολιτικό ονομάστηκε πιθανότατα έτσι από το τέταρτο γράμμα του (Γ) που έχει την ονομασία γλαγόλ.

Δήμοι: Οι φατρίες του ιπποδρόμου, οι οποίες στη διάρκεια του 5ου και του 6ου αιώνα εξελίχθηκαν σε πολιτικές οργανώσεις. Οι Πράσινοι και οι Βένετοι που ήσαν οι κυριότεροι δήμοι, εκπροσωπούσαν διαφορετικές πολιτικές τάσεις.

Δεσπότης: Από τα μέσα του 12ου αιώνα ήταν το δεύτερο σε σημασία βυζαντινό αξίωμα μετά το αυτοκρατορικό. Στα τέλη του 13ου αιώνα τον τίτλο αυτόν έφερε ο ηγεμόνας του κράτους της Ηπείρου (Δεσποτάτο της Ηπείρου).

Δευτερογενής τομέας της παραγωγής: Ο Τομέας της οικονομίας που αφορά τη μεταποίηση, δηλ. βιοτεχνία και βιομηχανία.

Δίαιτα: Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται, για να δηλώσει το ανώτατο συμβούλιο των αντιπροσώπων των ευγενών, του κλήρου και των αστών στην αυτοκρατορική Γερμανία και σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης.

Δραγομάνος, δραγουμάνος: Διερμηνέας, υψηλό αξίωμα στην κρατική ιεραρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επειδή οι Μουσουλμάνοι δε μάθαιναν ξένες γλώσσες, τις θέσεις που απαιτούσαν γλωσσομάθεια, τις κατείχαν Χριστιανοί, κυρίως Έλληνες. Η πλέον υψηλόβαθμη ήταν αυτή του Μεγάλου Δραγομάνου της Υψηλής Πύλης που εκτελούσε καθήκοντα, παρόμοια με εκείνα του υπουργού Εξωτερικών. Ακολουθούσε σε σπουδαιότητα η θέση του Δραγομάνου του Στόλου της Άσπρης θάλασσας (Αιγαίου).

Δρόμων: Πολεμικό πλοίο των Βυζαντινών, εφοδιασμένο με μία ή δύο σειρές κουπιών και σωλήνα που εκτόξευε το υγρόν πυρ (από τον 7ο αιώνα και εξής).

Εικονοκλάστες: Άλλη ονομασία των εικονομάχων.

Εκλέκτορες: Οι επτά γερμανοί ηγεμόνες που συμμετείχαν στην εκλογή του γερμανού αυτοκράτορα.

Εκλογή: Συλλογή νόμων που δημοσιεύτηκε από τον Λέοντα Γ' και τον Κωνσταντίνο Ε'. Αν και αποτελούσε ουσιαστικά μία επιλογή από νόμους του Ιουστινιανού, η Εκλογή περιέλαβε και διατάξεις προερχόμενες από τοπικές συνήθειες.

"Ελέω θεού βασιλεία": πολιτική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο μονάρχης έχει λάβει την εντολή της εξουσίας από τον Θεό στον οποίο και μόνο λογοδοτεί.

Ενωτικοί: Έτσι ονομάζονταν στο Βυζάντιο οι υποστηρικτές της Ένωσης της Ορθόδοξης με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Εξαρχάτο: Διοικητική περιφέρεια του Βυζαντινού κράτους κατά τον 6ο αιώνα, απομακρυσμένη από το κέντρο, της οποίας ο διοικητής (Εξαρχος) συγκέντρωνε την πολιτική και στρατιωτική εξουσία.

Ζ(Γ)ιρονδίνοι: Ριζοσπαστική πτέρυγα της Νομοθετικής Συνέλευσης που ονομάστηκε έτσι επειδή οι εκπροσωποί της στην πλειονοτητά τους προέρχονταν από την περιοχή του Gironde.

Καθολικός άνθρωπος (Homo universalis): Ο άνθρωπος με τα πολλαπλά ενδιαφέροντα, ο πολύπλευρα ανεπτυγμένος άνθρωπος, που αποτέλεσε ιδανικό της Αναγέννησης.

Καίσαρ: Από τις αρχές του 7ου αιώνα ήταν κάτοχος του δεύτερου σε σημασία βυζαντινού αξιώματος (μετά το αυτοκρατορικό).

Κλασικισμός-Νεοκλασικισμός: Πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που μιμούνται την κλασική αρχαιότητα.

Κεφαλαιοκρατικό ή Καπιταλιστικό σύστημα: Oικονομικό σύστημα που επικράτησε σταδιακά στη Δύση μετά την πτώση της φεουδαρχίας και μετά την Α' Βιομηχανική Επανάσταση. Στο πλαίσιο του η κατοχή και η εκμετάλλευση των μέσων παραγωγής βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών, που έχουν επενδύσει τα κεφάλαιά τους σ' αυτά με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, Το σύστημα αυτό θεωρεί το ιδιωτικό κεφάλαιο ως βάση και κινητήρια δύναμη οικονομίας.

Κοινότητα χωρίου: βλ. χωρίον

Κουατροτσέντο (Quattrocento): ιταλικός όρος που δηλώνει την προδρομική φάση της Αναγέννησης. Στην κυριολεξία του σημαίνει τον αιώνα του οποίου το δεύτερο ψηφίο είναι ο αριθμός 4 (quattro), δηλαδή το 15ο αιώνα.

Λογοθέτης του Δρόμου: Ο ανώτατος βυζαντινός αξιωματούχος που ήταν αρμόδιος για το οδικό δίκτυο, τις μετακινήσεις μέσα στη βυζαντινή επικράτεια, και κατ' επέκταση για τις μετακινήσεις πρεσβευτών, τη διπλωματία και την εξωτερική πολιτική.

Μαντόνα (Madona): Η εικόνα της Παναγίας στη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη.

Μεγάλος βεζίρης: Ο ανώτατος ιεραρχικά αξιωματούχος του Οθωμανικού Κράτους (αντίστοιχος του σημερινού πρωθυπουργού).

Μικρογραφία (μινιατούρα): Ζωγραφική μικρών διαστάσεων πάνω σε βιβλίο.

Μικροτεχνία: Κατηγορία έργων τέχνης που έχουν μικρές διαστάσεις.

Μιλιαρήσιον: Αργυρό νόμισμα, που η αξία του ανερχόταν στο ένα δωδέκατο του χρυσού νομίσματος.

Μνημειακή ζωγραφική: Η μεγάλων διαστάσεων ζωγραφική σε ναούς και άλλα κτίρια.

Νόμισμα (solidus): Το χρυσό βυζαντινό νόμισμα.

Νεαρές: Νέοι αυτοκρατορικοί νόμοι. Σώζονται πολλές Νεαρές του Ιουστινιανού Α', του Ιουστίνου Β', αλλά και των αυτοκρατόρων της Μακεδονικής Δυναστείας.

Ορθολογισμός (Rationalismus): Φιλοσοφική θεωρία που δίνει έμφαση στη λογική απόδειξη της αλήθειας (18ος αιώνας).

Πανθεϊσμός: Φιλοσοφική θεωρία που βλέπει την παρουσία του Θεού σε όλα τα πράγματα του κόσμου.

Πάροικος: αγρότης εξαρτημένος από κάποιον ισχυρό γαιοκτήμονα.

Περιβολή: Το δικαίωμα του αυτοκράτορα να διορίζει τους επισκόπους αλλά και η τελετή της υποτέλειας κατά το Μεσαίωνα.

Πορφύρα: Αίθουσα του ανακτόρου ντυμένη στα πορφυρά και προοριζόμενη για τους αυτοκρατορικούς τοκετούς.

Πορφυρογέννητοι: Γόνοι της αυτοκρατορικής οικογένειας που γεννήθηκαν στη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα τους.

Πρόνοια: Σύστημα, βάσει του οποίου ο αυτοκράτορας παραχωρούσε έκταση γης, με τα εισοδήματά της σε ένα ισχυρό πρόσωπο, το οποίο από την πλευρά του αναλάμβανε ορισμένες υποχρεώσεις έναντι του αυτοκράτορα. Από το 12ο αι. και εξής οι υποχρεώσεις αυτές είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα. Από το 13ο αιώνα η Πρόνοια έτεινε να καταστεί κληρονομική.

Προστασία: Παρεχόταν από τους δυνατούς στους αδύνατους γείτονές τους, οι οποίοι ήσαν υποχρεωμένοι να πληρώσουν φόρο σε είδος ή να εργάζονται στα κτήματα των δυνατών.

Ρήγας (rex): Τίτλος παραχωρούμενος στους χριστιανούς ηγεμόνες. Η παραχώρηση προϋπέθετε την τυπική αναγνώριση της υπεροχής του βυζαντινού αυτοκράτορα και συνεπαγόταν περιορισμένη κυριαρχία εκ μέρους του αποδέκτη.

Ρομαντισμός: Καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριαρχεί στην Ευρώπη στο α' μισό του 19ου αι. Υπερασπίζεται την ελευθερία έκφρασης του καλλιτέχνη, ενώ αντιπαραθέτει τη φαντασία στην κυριαρχία της λογικής. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα συναισθήματα και στην ατομικότητα του ανθρώπου.

Ρωμανία: Η επικράτεια του Βυζαντινού κράτους.

Σύγκλητος: Συνέχεια της παλαιάς Ρωμαϊκής Γερουσίας, η οποία διατηρούσε στο Βυζάντιο πολιτική ισχύ μέχρι τον 6ο και τον 7ο αιώνα. Υποβαθμίστηκε κατά τον 11 ο αιώνα, όταν στις τάξεις της εντάχθηκαν πολλοί έμποροι και βιοτέχνες.

Χάνος-Χαγάνος: Τίτλος των ηγεμόνων των λαών τουρκομογγολικής καταγωγής (Βούλγαροι, Άβαροι, Χάζαροι).

Χρυσόβουλλο: Το επισημότερο από τα αυτοκρατορικά έγγραφα, το οποίο έφερε ημερομηνία, υπογραφόταν ιδιοχείρως από τον αυτοκράτορα με πορφυρόχρωμο μελάνι και σφραγιζόταν με τη χρυσή αυτοκρατορική βούλλα.

Χωρίον: Η αγροτική κοινότητα. Η ακμή της χρονολογείται στον 8ο και 9ο αιώνα. Τα θεμέλιά της υπονομεύτηκαν από την επέκταση των δυνατών.