■ Στα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο της Α. Φραγκουδάκη "Γλώσσα και Ιδεολογία", παρουσιάζονται ορισμένα χαρακτηριστικά* που αποκτά μερικές φορές ο επιστημονικός λόγος στην προσπάθειά του να πείσει. Να συζητήσετε το θέμα με τους μαθητές και να τους παρακινήσετε να εντοπίσουν κάποια από τα χαρακτηριστικά αυτά σε επιστημονικά κείμενα που έχουν υπόψη τους.

α) Πληθωρικός

[...] Πολλά είναι τα επιστημονικά κείμενα, στα οποία θα διαπιστώσει κανείς, όταν τα πλησιάσει ερωτηματικά ως προς τη νοηματική τους αποτελεσματικότητα, παρουσία λεκτικών στοιχείων πολλαπλάσιων των απαραίτητων για το νόημα. Πολύ συχνά η επιστημονική γλώσσα καταφεύγει σε καθαρευουσιάνικη σύνταξη και προστρέχει στην επισημότητα αρχαιοπρεπών στοιχείων. Συστηματικά χρησιμοποιεί λέξεις σπάνιες και αδιαφανείς, λέξεις της αρχαίας ελληνικής, αλλά και νεολογισμούς και ιδιωματικές εφευρέσεις, που ξαφνιάζουν και θαμπώνουν το δέκτη. Ακόμα και οι κοινότερες λέξεις χρησιμοποιούνται με τρόπο που τις κάνει να μην ηχούν οικείες. Από την άλλη μεριά, αν δοκιμάσει κάποιος να αποκρυπτογραφήσει την πληθωρική αυτή γλώσσα, μετατρέποντας την περίπλοκη σύνταξη σε απλές κύριες προτάσεις με πολλές τελείες και αντικαθιστώντας πού και πού τη σπάνια λέξη με ένα κοινότερο συνώνυμό της, θα ανακαλύψει τη μεγάλη αποτελεσματικότητα της πληθωρικής παγίδας, που πολύ συχνότερα απ' ό,τι υποθέτει κανείς εμφανίζει σαφή την κοινοτυπία ή κρύβει τη λογική αντίφαση και τη σημασιολογική ανωμαλία.

Η πληθωρική γλώσσα στον επιστημονικό λόγο είναι τρομοκρατική, επειδή το έμμεσο μήνυμα της ανωτερότητας του ειδήμονα (που μεταδίδει η μορφική σπανιότητα) αναγκάζει το δέκτη να αναλάβει ολόκληρη την ευθύνη για την καταστροφή της επικοινωνίας. Το μεγάλο κύρος του επιστημονικού λόγου και η έμμεση πληροφορία της ανωτερότητας του συγγραφέα οδηγούν το δέκτη στο συμπέρασμα ότι δεν είναι άξιος να δεχτεί το επιστημονικό μήνυμα. Η πληθωρική μορφή, που μεταδίδει την έμμεση πληροφορία ότι είναι απρόσιτα τα μυστικά της επιστήμης, σφραγίζει με κατωτερότητα το δέκτη και τον αναγκάζει να οχυρωθεί στην ένοχη σιωπή, γιατί φοβάται, πως ομολογώντας ότι δεν καταλαβαίνει, θα αποκαλύψει δημόσια την αναξιότητά του. Ο πομπός έχει έτσι εξασφαλίσει με τη μορφή της γλώσσας τόσο την αναγνώριση της ανωτερότητάς του, όσο και την προστασία των επιστημονικών προϊόντων από την αμφιβολία και την κριτική.

β) Αξιολογικός

Στον επιστημονικό λόγο, η δέσμευση που επιτυγχάνει η αξιολογική γλώσσα είναι περισσότερο έντεχνη και όχι τόσο καθαρά ορατή. Πολύ συχνότερα απ' ό,τι διαπιστώνουμε με την πρώτη ματιά, προτείνεται κάποιο γνωστικό συμπέρασμα σε κείμενα επιστημονικά σαν σωστό ή αναμφισβήτητο, όχι σύμφωνα με αποδείξεις και τεκμήρια εμπειρικά ή θεωρητικά, αλλά επειδή είναι "φανερό" ή "ολοφάνερο". Άλλοτε, προτείνεται σαν σωστό με μόνη απόδειξη την καταφυγή στη γνωστική ικανότητα του μορφωμένου δέκτη. Μόνη απόδειξη, δηλαδή, είναι κάποιου είδους φράση που λέει περίπου: θα διαπιστώσει πως το συμπέρασμα είναι σωστό εκείνος που κατέχει τις απαραίτητες γνώσεις (των οποίων επιπλέον ο πομπός δεν παραθέτει τις πηγές).

Σπανιότερα, κείμενα που προτείνονται σαν επιστημονικά καταφεύγουν για να στηρίξουν την άποψη του συγγραφέα στις νοητικές ικανότητες ή τις ηθικές αρετές του δέκτη. Η διατύπωση είναι περίπου η ακόλουθη: " Όσοι διαθέτουν νηφαλιότητα και καλλιέργεια", θα διαπιστώσουν οπωσδήποτε ότι είναι σωστό το τάδε. Το ενδιαφέρον είναι ότι παγιδεύεται με την πρώτη ματιά ο κάθε αναγνώστης και κανενός την προσοχή δε σταματάει αμέσως το ακραία εκβιαστικό νόημα της φράσης, όποιος δε δέχεται τη "σωστή" άποψη του συγγραφέα. Η φράση έχει τη μορφή της γνωστής διαφήμισης "Οι έξυπνοι οδηγούν Ρενώ", αλλά και η πληθωρική γλώσσα θαμπώνει και η εκβιαστική της αλήθεια περνάει απαρατήρητη.

Μηνύματα αντίστοιχα άτρωτα κατασκευάζει η ιδεολογική γλώσσα με τις λέξεις αξίες και με τις ρευστές σημασίες. Ο επιστημονικός λόγος, αντίθετα με άλλα είδη λόγου, έχει μεγάλη ανάγκη από ακρίβεια και σαφήνεια. Η ιδεολογική γλώσσα χρησιμοποιεί συχνά λέξεις με μεγάλη νοηματική ρευστότητα, που συνεμφατικά μεταδίδουν περισσότερες σημασίες. Τέτοιο παράδειγμα είναι η λέξη "λαός", που σημαίνει άλλοτε το σύνολο των πολιτών του έθνους - κράτους, άλλοτε τις λαϊκές τάξεις (εργάτες, αγρότες, μικροαστικά στρώματα), συχνά σημαίνει μόνο τους εργάτες και αγρότες, σπανιότερα σημαίνει τον όχλο. Από οποιοδήποτε σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας σχεδόν κατασκευάσει κανείς ένα λημματολόγιο με τις διάφορες σημασίες που έχει κάθε φορά η λέξη "λαός" από τα συμφραζόμενά της, θα διαπιστώσει ότι άλλοτε είναι συνώνυμο της λέξης "έθνος", άλλοτε υποκατάστατο των εννοιών που ορίζουν την κοινωνική στρωμάτωση, πολύ συχνά σημαίνει το πλήθος των μέσων ανθρώπων σε αντιπαράθεση με τους ήρωες και τους εκλεκτούς, και όταν μνημονεύονται επαναστάσεις και εξεγέρσεις σημαίνει τον όχλο. Για πολλούς επιστημονικούς συλλογισμούς ή συμπεράσματα, που περιέχουν τη λέξη "όχλος", αρκεί να βάλει κανείς την ερώτηση "ποιες ακριβώς κοινωνικές κατηγορίες του λαού;" για να διαπιστώσει ότι η πειστικότητα του συλλογισμού χάνεται και λείπουν πολλά αποδεικτικά στοιχεία για να είναι το συμπέρασμα τεκμηριωμένο. Η λέξη "λαός" ακόμα επιτρέπει συχνά στους διανοούμενους να τον επικαλούνται θετικά για την απλότητα π.χ. και την αυθεντικότητά του, δηλαδή να τον επικαλούνται θετικά, τονίζοντας με την ύμνηση τη διαφορά του από τους εκλεκτούς, άρα κρύβοντας μέσα στην εξύμνηση την υποτίμηση.

Οι λέξεις αξίες είναι τόσο ισχυρές, που καταφέρνουν να καταστρέφουν την λογική του νοήματος, ακόμα και όταν η καταστροφή αυτή αντιφάσκει με την κατακτημένη και γενικά αποδεκτή γνώση σε μια κοινωνία. Η "εθνική παράδοση" είναι τέτοια αξία, τόσο βαριά, που να πετυχαίνει σήμερα η χρήση της να σπάει όλα τα φράγματα της κατακτημένης και αποδεκτής γνώσης για την ιστορία, χωρίς να προβάλλει ούτε η αντίφαση ούτε το παράλογο. Η "εθνική παράδοση" στις περισσότερες χρήσεις της βρίσκεται πολύ κοντά στον όρο "φυλή", όχι μόνο επιστημονικά ανέγκυρο, αλλά και πολιτικά αθέμιτο σήμερα. Καταφέρνει να κατασκευάζει μια ιδεολογική διήγηση, που αρχίζει στις πολεμικές κοινωνίες των ομηρικών [επών] καταστρέφοντας όλες τις έννοιες της ιστορικής γνώσης στα αρχαία κράτη - πόλεις της κλασικής εποχής, για να ακολουθήσει το Μεγαλέξανδρο και ύστερα, παρακάμπτοντας σαν να ήταν λεπτομέρεια τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, να συνεχίσει απτόητα "εθνική" στο πολυεθνικό Βυζάντιο, για να φτάσει, σαν να μην υπάρχει ιστορία, στην ιστορική έννοια της εθνότητας. Άτρωτο αξιολογικό ιδεολόγημα, που δεν προκαλεί παρά σπάνια το ερωτηματικό για την κατάργηση των κατά τα άλλα γενικά αποδεκτών γνώσεων για την κοινωνική ιστορία που περιέχει.

γ) Διχοτομικός

Συνηθισμένο χαρακτηριστικό του ιδεολογικού λόγου είναι η διχοτόμηση στην οποία στηρίζεται. Υπάρχει εκ των προτέρων αντιπαράθεση δύο δοσμένων αξιών, που δίνουν στο λόγο το κύριο νόημά του. Η κάθε δήλωση βασίζεται στη συνεχή έμμεση αντίθεση ανάμεσα στο καλό - κακό, σωστό - λάθος, προοδευτικό - αντιδραστικό, ωραίο - άσχημο, ηθικό - ανήθικο κ.ο.κ.

Η διχοτομική ιδιότητα προβάλλει τη θετική αξία και τη στηρίζει στην αντιπαράθεση με την αντίθεσή της, που είναι συνεχώς έμμεσα παρούσα σαν την αρνητική φωτογραφία. Έτσι, η θετική αξία εμφανίζεται σαν αποδεικτικό συλλογισμός και η συνεχής αντιπαράθεση αρκεί, για να οδηγεί η απλή μνεία της θετικής αξίας στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι το καλό είναι θετικό, επειδή το κακό αρνητικό (το προοδευτικό είναι θετικό κ.ο.κ.), χωρίς να χρειάζεται να αποδειχτεί γιατί είναι καλό το καλό.

Η διχοτομική λογική προϋποθέτει τη μετάδοση από τον πομπό μιας αλήθειας, που είναι αξία απόλυτα στατική. Βέβαια, κοινωνικός λόγος χωρίς αξίες δεν υπάρχει. Το να αρνηθεί κανείς τη διχοτομική λογική δε σημαίνει ότι δέχεται το σχετικισμό ή την ανυπαρξία καλού και κακού, σωστού και λάθους. Αλλά στη διχοτομική παγίδα, η αλήθεια είναι απόλυτη και τελείως στατική. Το σωστό, το καλό, το προοδευτικό κτλ. στον ιδεολογικό λόγο δεν αποδεικνύονται, δε στηρίζονται, δεν απευθύνονται στην κρίση του δέκτη. Προϋπάρχουν του μηνύματος και παγιδεύουν το δέκτη. Δε χρειάζονται απόδειξη ή στοιχειοθέτηση, γιατί η αξία τους προβάλλει με λανθάνουσα μνεία της απαξίας που προκαλεί η άρνησή τους. Έτσι εμφανίζεται σαν συλλογισμός με αποδεικτική αξία έμμεση αντιπαραβολή του σωστού που λέγεται, με το λάθος που είναι η αμφιβολία ή η αντίρρηση για αυτό το σωστό.

Στον επιστημονικό λόγο η διχοτόμηση παγιδεύει στο καλό και το κακό, το σωστό και τό λάθος, την αλήθεια και το ψέμα. Παράδειγμα αποτελεί η φιλολογία εναντίον της δημοτικής γλώσσας παλιότερη και σημερινή. Κακό είναι η "διγλωσσία" που προκάλεσε και προκαλεί "έριδες", καλό είναι η μία γλώσσα. Σωστό είναι η σύνθεση των δύο γλωσσών (καθαρεύουσας και δημοτικής), γιατί αποτελεί πλούτο γλωσσικό, και λάθος ή διάκρισή τους, γιατί είναι γλωσσική φτώχεια και πεδίο στείρας πολεμικής. Αλήθεια είναι η συνετή και νηφάλια στάση πάνω από τις "ακρότητες", ψέμα είναι η δημοτικιστική βιβλιογραφία που περιγράφει τις δύο γλώσσες ως δομικά συστήματα διαφορετικά. Το καλό τοποθετεί αυτόματα το δέκτη στο πεδίο της ηθικής, το σωστό στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας και η αλήθεια διαμορφώνει τη σχέση του με την αφαίρεση και τις ιδέες. Η διχοτόμηση δηλαδή παγιδεύει σε τρία επίπεδα, όπου το ηθικό είναι το ισχυρότερο και αποκλείει την κριτική. Η περιγραφή, με τη συνεχή αντιπαραβολή των "φανατισμών" και της "νηφαλιότητας" που αποτελεί η (εξαιρετικά παρεμβατική άλλωστε και ρυθμιστική) πρόταση του μίγματος των δύο γλωσσών, αναγκάζει το δέκτη να αποδεχτεί την "ουδετερότητα" του συγγραφέα. Επίσης, τον δυσκολεύει η εκ των προτέρων ταύτιση της αντίρρησης με το "φανατισμό" να διαβάσει κριτικά την άποψη ή να διαφωνήσει. Έτσι, η διχοτόμηση πετυχαίνει να εμφανίζει επιστημονική μια τοποθέτηση πολιτική, που στηρίζεται σε ηθικές κατηγορίες (νηφαλιότητα και όχι φανατισμός) αντί σε τεκμήρια.

Η διχοτομική ιδιότητα έχει επιστρέψει σε πολλά επιστημονικά κείμενα να προτείνουν σαν συμπεράσματα την πρωθύστερη ιστορική αξιολόγηση. Έχει επιτρέψει τη χρήση της λέξης "αστός" ή του ορισμού "εκπρόσωπος των αστικών δυνάμεων" ή "συμφερόντων" σαν όρους πολιτικού στιγματισμού. Έτσι π.χ. ο Ελευθέριος Βενιζέλος της πρώτης κυβερνητικής εφταετίας, δηλαδή της αστικής επαναστατικής του περιόδου, χρειάζεται να παραποιηθεί περιγραφικά, για να μην αντιφάσκει η διήγηση με την αστική ιδιότητά του, που είναι ανιστορικά ταυτισμένη με το κακό (την αντίδραση). Παρόμοια πρωθύστερη ιστορικά διχοτομική αξιολόγηση κάνει αδύνατη την ερμηνεία κοινωνικών αντιφάσεων, εμφανίζοντας τα ιστορικά φαινόμενα παράλογα, λαθεμένα ή τυχαία, όπως π.χ. είναι ο δημοτικισμός του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, ο εθνικισμός του σοσιαλιστή Γεώργιου Σκληρού, το "λάθος" (ή το σωστό που κάνει το ίδιο) της κοραϊκής λύσης κ.ά.

δ) Αυταπόδεικτος

Η αυταπόδεικτη αλήθεια του ιδεολογικού λόγου μπορεί να στηρίζεται στην πολύ ορθολογική αυθεντία, την επιστήμη ή μάλλον στην Επιστήμη. Συχνά στηρίζεται σε ιστορικές επιστημονικές ή διανοητικές αυθεντίες από την Αριστοτέλη μέχρι τον Μαρξ και όλους τους σύγχρονους μεγάλους σοφούς. Η καταφυγή στην αυθεντία, που απαλλάσσει το επιστημονικό κείμενο από την απαίτηση να είναι αναλυτικό και αποδεικτικό, κάνει το ρόλο του δέκτη αδύνατο. Αν τολμήσει να αμφιβάλει, βρίσκεται μπροστά στην ανυπέρβλητη δυσκολία να αμφισβητήσει μόνος εκφοβισμένες στο μέγεθός τους διάνοιες ή την ίδια την Επιστήμη. Παράδειγμα τέτοιας καταφυγής στην Επιστήμη αποτελεί η διάδοση στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 μιας θεωρίας, που έλεγε ότι η ανθρώπινη ευφυΐα είναι σε ποσοστό 80% κληρονομική και άρα η μαύρη φυλή, με αποδεδειγμένο από δοκιμασίες (τεστ) χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης, είναι γενετικά λιγότερο ευφυής και γι' αυτό οι μαύροι Αμερικανοί δεν είναι εκπαιδεύσιμοι πάνω από ένα ορισμένο σχολικό επίπεδο. Τη θεωρία αυτή, οι εγκυρότεροι ειδικοί (με ανάμεσά τους τα μεγαλύτερα ονόματα στην αμερικάνικη επιστήμη) την ονόμασαν απολύτως "ασύστατη" και "ανόητη", γέννημα των ρατσιστικών αντιλήψεων, χωρίς καμιά σχέση με τη βιολογία. Η θεωρία στηριζόταν, ολόκληρη στον ισχυρισμό ότι τα συμπεράσματά της έχει αποδείξει η "επιστημονική έρευνα πάνω στα μονοωοειδή δίδυμα". Γενετιστές, βιολόγοι και φυσικοί θεωρούν απολύτως ανέγκυρο οποιοδήποτε συμπέρασμα για τη βιολογία και την κληρονομικότητα στηρίζεται σε συγκρίσεις διδύμων. Ωστόσο, διαβάζοντας τα συμπεράσματα της θεωρίας σε έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας, ήταν σίγουρα ελάχιστοι οι κοινοί θνητοί (κι ακόμα λιγότεροι μαύροι) που θα τολμούσαν να αντιπαρατεθούν σε αυτό που "απέδειξε η επιστημονική έρευνα για τα μονοωοειδή δίδυμα".

Η αλήθεια που προτείνεται επιστημονική, γίνεται αυταπόδεικτη με τη συμφυρματική χρήση εννοιών από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, τη μετάθεση του συλλογισμού από τον ένα γνωστικό χώρο στον άλλο. Τα σχολικά βιβλία της ιστορίας την περίοδο 1950-60 καταφεύγουν για να εξηγήσουν έμμεσα (χωρίς ρητή μνεία) τον εμφύλιο πόλεμο, στην "ψυχολογία" των Ελλήνων, που είναι εριστικοί και ήδη από τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου συγκρούονται όχι μόνο με τους εχθρούς, αλλά και μεταξύ τους. Η ιστοριογραφική βιβλιογραφία περιέχει πλήθος μεταθέσεις στο ψυχολογικό πεδίο, για να "εξηγήσει" κοινωνικά φαινόμενα.

Εξαιρετικά συχνή στον ιδεολογικό λόγο της επιστήμης είναι η αυταπόδεικτη ιδιότητα των συμπερασμάτων με την εξαιρετικά ισχυρή καταφυγή στην παρατήρηση, όπου σαν ερμηνεία προτείνεται η περιγραφή των φαινομένων. Όλα τα κείμενα, παλιά και σύγχρονα, που υπερασπίζονται την ιστορική διγλωσσία σαν ποιότητα και πλούτο της γλώσσας, κάνουν αυτή την υπεράσπιση ισχυρή, με την ηθική καταδίκη της συμμετοχής στην ιστορική μάχη για τη γλώσσα και την καταφυγή στην παρατήρηση. "Εξηγούν" το ιστορικό γλωσσικό ζήτημα σαν αποτέλεσμα του εριστικού χαρακτήρα των ελλήνων γλωσσολόγων. Ο εριστικός χαρακτήρας "αποδεικνύεται" από το αναντίρρητο γεγονός ότι καυγάδιζαν για τη γλώσσα, δηλαδή ήταν "φανατικοί" και όχι "νηφάλιοι" και γι' αυτό υπήρξε διγλωσσία και γλωσσικό ζήτημα. Άρα η διγλωσσία δεν υπάρχει και το γλωσσικό ζήτημα είναι καρπός φανατισμού. Η επίκληση της "νηφαλιότητας" εξαφανίζει ένα μεγάλης έκτασης και διάρκειας κοινωνικό φαινόμενο, χάρη στην αυταπόδεικτη λογική ηθικών χαρακτηριστικών και την υποκατάσταση της τεκμηρίωσης με την παρατήρηση, της ερμηνείας με το ορατό.

Η καταφυγή στην παρατήρηση και τον κοινό τόπο κάνει αυταπόδεικτα και άτρωτα όλα τα νοητικά προϊόντα του ρατσισμού. Η τρομερή ανθεκτικότητα, που εμφανίζουν οι ρατσισμοί στην απόδειξη, θεωρητική και εμπειρική, δείχνει την τεράστια δύναμη του άτρωτου αυταπόδεικτου συλλογισμού, που λέει π.χ. οι γυναίκες είναι συναισθηματικές και όχι λογικές, όπως είναι φανερό, ή έχουν λιγότερες νοητικές ικανότητες, όπως "αποδεικνύει" η απουσία νοητικής τους παραγωγής κ.ο.κ.

(Α. Φραγκουδάκη. Γλώσσα και Ιδεολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1987)

 


* Η συγγραφέας προσπάθησε να τυποποιήσει τα μορφικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει η ιδεολογική γλώσσα, περιγράφοντας το καθένα χωριστά, για να δείξει την ιδιαίτερη λειτουργία τους στο λόγο και την έντονη επίπτωσή τους στο δέκτη μηνύματος. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, ιδεολογική γλώσσα είναι η γλώσσα που παγιδεύει και εξαπατά, που δίνει νομιμότητα στον ομιλητή πέρα από (και παρά) το νόημα, που παράγει την αποδοχή των λεγομένων του (...), είναι λόγος: α) πληθωρικός, β) αξιολογικός, γ) διχοτομικός, δ) αυταπόδεικτος κτλ.

 

[πηγή: Έκφραση-Έκθεση Γ΄ Λυκείου. Βιβλίο Καθηγητή, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα 1999, σελ. 97-102]

info