ανθρωπισμός (ο) 1. η παιδευτική αντίληψη και το μορφωτικό ιδεώδες τής Αναγεννήσεως, αλλά και μετέπειτα χρόνων, σύμφωνα με το οποίο η σωματική, ψυχική και πνευματική αγωγή τού ανθρώπου πρέπει να βασίζεται στη σπουδή τής κλασικής ελληνικής και λατινικής αρχαιότητας, δηλ. στα κλασικά γράμματα, και να εμπνέεται από τις κλασικές αξίες και αρχές ΣΥΝ. ουμανισμός. 2. η ίδια η κλασική παιδεία και και η ενασχόληση με τα κλασικά γράμματα, όπως αναπτύχθηκαν από την περίοδο της Αναγεννήσεως και εξής 3. ΦΙΛΟΣ. σύστημα ή τρόπος σκέψεως και πράξεως, που δίνει τη μεγαλύτερη έμφαση στην αξία τού ανθρώπου, στα συμφέροντα, τις αξίες και την αξιοπρέπειά του· ειδικότ., φιλοσοφικό δόγμα που υποστηρίζει ότι αληθές είναι μόνον ό,τι προάγει την ανθρώπινη ζωή και οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωση και γι' αυτό δίνει ιδιαίτερη σημασία στη λογική και την καθολική γνώση και αρνείται την πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις 4. το σύνολο των πνευματικών και ψυχικών ιδιοτήτων τού ανθρώπου, ιδ. τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στον πολιτισμένο άνθρωπο (λ.χ. ευγένεια, ημερότητα ηθών) και τον διακρίνουν από τα ζώα: στην εποχή της φιλαυτίας και του ατομικού συμφέροντος η αυτοθυσία αποτελεί ύψιστο δείγμα ανθρωπισμού ΣΥΝ. ανθρωπιά, ευγένεια, ευπρέπεια, κοσμιότητα, σεμνότητα, αξιοπρέπεια ΑΝΤ. απανθρωπιά, βαρβαρότητα, τραχύτητα, χυδαιότητα (πβ. λ. ουμανισμός). — ανθρωπιστής (ο), ανθρωπίστρια (η).
[ΕΤΥΜ. αρχ. < ἄνθρωπος. Ο διεθνής νεολατ. όρ. humanismus από όπου το γαλλ. humanisme, αγγλ. humanism κ.ά.) είναι μετάφραση του ελλην. (< humanus «ανθρώπινος» < homo, «άνθρωπος»)].

ουμανισμός (ο) 1. ΙΣΤ. πνευματική κίνηση που εμφανίστηκε στη Δ. Ευρώπη κατά την Αναγέννηση και χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να εξυψωθεί το ανθρώπινο πνεύμα στην κριτική και ορθολογιστική του διάσταση με επιστροφή στις κλασικές πηγές της ελληνορρωμαϊκής αρχαιότητας 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία και στάση ζωής που τοποθετεί τον άνθρωπο υπεράνω όλων των άλλων αξιών, που πιστεύει κυρ. στον πολιτισμένο, μορφωμένο άνθρωπο ως αξία: «Η θρησκεία τού μέλλοντος θα είναι ο καθαρός ~, δηλαδή η λατρεία όλων αυτών που προέρχονται από τον άνθρωπο» (Ε. Ρενάν). — ουμανιστής (ο), ουμανίστρια (η), ουμανιστικός, -ή, -ό.
[ΕΤΥΜ. Μεταφορά στην Ελλην. ξέν. όρου, πβ. νεολατ. humanismus < humanus «ανθρώπινος» (< homo, «άνθρωπος»)].

[πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998]

info