ανθρωπισμός [humanism]

(1) Όρος που εισήγαγε ένας Γερμανός παιδαγωγός, ο Φ.Γ. Νίτχαμμερ F.J. Niethammer], το 1808 για να περιγράψει τη μελέτη των Ελλήνων και Λατίνων κλασικών, της «ανθρωπιστικής γραμματείας» (literae humaniores), η αναβίωση της οποίας υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιταλικής Αναγέννησης και διαδόθηκε αργότερα στην υπόλοιπη Ευρώπη ως «η Νέα Μάθηση». Η γοητεία των κλασικών σπουδών οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι είναι ανθρωποκεντρικές και όχι θεοκεντρικές (όπως είπε ο Κικέρωνας, ο Σωκράτης κατέβασε τη ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ από τον ουρανό στη γη) και μελετάνε τα έργα και τη σκέψη του ανθρώπου όπως αποκαλύπτονται στην ΙΣΤΟΡΙΑ, στη λογοτεχνία και στην τέχνη (στις «ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ»).

(2) Στη συνέχεια η χρήση του όρου διευρύνθηκε για να δηλώσει θεωρίες ή δόγματα που, όσο ποικίλα κι αν ήταν τα συμπεράσματά τους, θεωρούσαν την ανθρώπινη εμπειρία σημείο αναφοράς για να αποκτήσει ο άνθρωπος γνώση τόσο του εαυτού του όσο και του έργου του Θεού και της φύσης. Έτσι, η κριτική, ορθολογική μέθοδος επιστημονικής διερεύνησης, την οποία εφάρμοσε με τόση επιτυχία ο Νεύτων [Newton] (1642-1727) στη φυσική τάξη και οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού επιδίωξαν να επεκτείνουν στη συστηματική μελέτη του ανθρώπου και της κοινωνίας, δημιούργησε έναν κοσμικό ανθρωπισμό, που από την εποχή του Βολταίρου Voltaire] (1694-1778) και του Χιουμ [Hume] (1722-1776) στράφηκε εναντίον των δογματικών ισχυρισμών του ορθόδοξου ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ. Ο ανθρωπισμός αυτός ενισχύθηκε χάρη στην πρόοδο της επιστήμης εις βάρος της εξ αποκαλύψεως θρησκείας το 19ο αιώνα και χάρη στην αυξανόμενη ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ της δυτικής κοινωνίας. [...]

(3) Η ανθρώπινη εμπειρία είναι ωστόσο πολυποίκιλη. [...] Τον 20ό αιώνα, ο οποίος δε συμμερίζεται την ισχυρή πίστη του 19ου στην ταύτιση επιστήμης και προόδου, υπήρξε αντίδραση κατά του ισχυρισμού (που πρόβαλλαν μερικές φορές τόσο οι θιασώτες της εκκοσμίκευσης όσο και οι φονταμενταλιστές πολέμιοί τους) ότι ο όρος «ανθρωπισμός» μπορεί να ταυτίζεται με την εκκοσμικευμένη, επιστημονική εκδοχή του – ή η θρησκεία να μονοπωλείται από τον φονταμενταλισμό.

Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, ο ανθρωπισμός πρέπει να θεωρηθεί μια ευρεία τάση, μια διάσταση της σκέψης και της πίστης εντός της οποίας συνυπάρχουν εντελώς διαφορετικές ιδέες, που συνέχονται όχι από μια ενιαία δομή αλλά από ορισμένες κοινές παραδοχές. Οι δύο σπουδαιότερες από τις παραδοχές αυτές είναι: (α) Η πίστη ότι αυτός καθαυτόν ο άνθρωπος έχει μια εν δυνάμει αξία, και ο σεβασμός αυτής της αξίας αποτελεί την πηγή όλων των άλλων αξιών και δικαιωμάτων. Η αξία αυτή στηρίζεται στη δυνατότητα που διαθέτουν σε μοναδικό βαθμό οι άνθρωποι να δημιουργούν και να επικοινωνούν (γλώσσα, ανθρώπινες σχέσεις, τέχνες, επιστήμη, θεσμοί), λανθάνουσες δυνάμεις που, άπαξ και απελευθερωθούν (για παράδειγμα, με την παιδεία), επιτρέπουν σε άντρες και γυναίκες να διαμορφώσουν τη ζωή τους με κάποιο βαθμό ελευθερίας επιλογής και δράσης. (β) Η απόρριψη κάθε συστήματος σκέψης το οποίο (i) δεν ελπίζει στον άνθρωπο και αρνείται ότι η ζωή του έχει οποιοδήποτε νόημα (βλ. ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ) ή (ii) τον αντιμετωπίζει ως εξαχρειωμένο, ανάξιο πλάσμα που μπορεί να σωθεί μόνο με τη θεία χάρη (βλ. ΚΑΛΒΙΝΙΣΜΟΣ) ή (iii) είναι ντετερμινιστικό (βλ. ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ) ή αναγωγιστικό (βλ. ΑΝΑΓΩΓΗ) στην αντίληψή του για τη ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ του ανθρώπου (βλ. ΥΛΙΣΜΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ) ή (iv) θεωρεί ότι άντρες και γυναίκες δεν έχουν άλλη αξία πέραν αυτής ως αναλώσιμης πρώτης ύλης προς χρήση ή εκμετάλλευση από πολιτικά ή οικονομικά συστήματα (βλ. ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ – ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ).

[...]

[πηγή: Allan Bullock, Stephen Trombley (επιμ.) Λεξικό της Σύγχρονης Σκέψης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008]

info