εθνισμός (ο) η συνείδηση ότι ανήκει κανείς σε συγκεκριμένο έθνος και το πατριωτικό αίσθημα που προκύπτει από αυτήν ΣΥΝ. εθνική συνείδηση, πατριωτισμός, φιλοπατρία. ΣΧΟΛΙΟ λ. εθνικισμός. — εθνιστής (ο), εθνίστρια (η), εθνιστικός, -ή, -ό, εθνιστικά επίρρ. ΣΧΟΛΙΟ λ. εθνικισμός. [πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998] |