εθνικισμός (ο) 1. (κακόσ.) υπερβολική και αποκλειστική προσήλωση προς την ιδέα τού έθνους και των εθνικών ιδεωδών, με κύριο χαρακτηριστικό τη διάκριση των εθνών σε ανώτερα και κατώτερα και τη διάθεση επιβολής των πρώτων στα δεύτερα (πβ. λ. σοβινισμός, πατριωτισμός) ΑΝΤ. διεθνισμός, κοσμοπολιτισμός 2. (ειδικότ.) η έντονη προβολή τής εθνικής ταυτότητας, κυρ. όταν συνδέεται με τάσεις αποσχίσεως ή επεκτάσεως 3. ΙΣΤ. η ιδεολογία που εμφανίστηκε στο πλαίσιο αστικών επαναστάσεων και έθετε ως πολιτικό θεμέλιο τού κράτους την έννοια τού έθνους (εθνικό κράτος) και όχι π.χ. τη θρησκεία ή τον βασιλιά.
[ΕΤΥΜ. Μεταφρ. δάνειο, πβ. αγγλ. nationalism. Η λ. μαρτυρείται από το 1859].

[πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998]

info